Anonymous

ἀσυνείδητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)sunei/dhtos
|Beta Code=a)sunei/dhtos
|Definition=ον, ([[σύνοιδα]]) [[not privy to]] a thing, ψυχαὶ ἀ. κακῶν <span class="bibl">Onos.4.2</span>. Adv. [[ἀσυνειδήτως]] = [[unbeknownst]], τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, cf. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>123.16</span> (iii/iv A. D.).
|Definition=ον, ([[σύνοιδα]]) [[not privy to]] a thing, ψυχαὶ ἀ. κακῶν <span class="bibl">Onos.4.2</span>. Adv. [[ἀσυνειδήτως]] = [[unbeknownst]], τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, cf. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>123.16</span> (iii/iv A. D.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[carente de conciencia]] c. gen. ψυχαὶ ἀσυνείδητοι κακῶν Onas.4.2<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ ἀσυνείδητον]] = [[falta de reconocimiento]], [[obstinación]] τὸ ἀ. ... αὐτῶν δείκνυται καὶ τὸ σφόδρα ἀνόητον Chrys.M.61.98.<br /><b class="num">2</b> abs. [[desalmado]] de Judas Iscariote ἀ. ... ἐφάνης Rom.Mel.17.ιεʹ.7, λαίμαργε ἀσυνείδητε, φυλάργυρε Rom.Mel.17.ιεʹ.3, ἀφίλου καὶ ἀσυνειδήτου [[δόξα]] Chrys.M.62.602.<br /><b class="num">3</b> [[ingrato]] ἀ. ... πρὸς τὸν εὐεργέτην Basil.M.31.1289B.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσυνειδήτως]] = [[sin conciencia]] ἀ. τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, μὴ ... θελήσουσιν ἀ. ἡμᾶς φέριν (<i>sic</i>) πρὸς [[ἀλλήλους]] <i>POxy</i>.123.16 (III/IV d.C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυνείδητος''': -ον, ([[συνεῖδον]]) ὁ μὴ ἔχων γνώσιν πράγματός τινος: - Ἐπίρρ., [[ἀσυνειδήτως]], [[ἀσυνειδήτως]] τοῖς ἄλλοις, Λατ. clam ceteris, Πλούτ. 2. 214Ε. ΙΙ. [[ἀσύνετος]], Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ π. Ρωμ. Ἐπιστ. Ὁμιλ. 23, τ. 3. σ. 191: - Ἐπίρρ. = [[ἀσυνέτως]], [[ἀπερισκέπτως]], Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 258Α, ὁ [[τύπος]]: [[ἀσυνειδότως]], [[ἄνευ]] συνειδήσεως, «ἀσυνείδητα» παρ’ Ἰω. Χρυστ. ἐν Ὁμ. 5. τ. 2. σ. 581 [[εἶναι]] [[ἀδόκιμος]], ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 255.
|lstext='''ἀσυνείδητος''': -ον, ([[συνεῖδον]]) ὁ μὴ ἔχων γνώσιν πράγματός τινος: - Ἐπίρρ., [[ἀσυνειδήτως]], [[ἀσυνειδήτως]] τοῖς ἄλλοις, Λατ. clam ceteris, Πλούτ. 2. 214Ε. ΙΙ. [[ἀσύνετος]], Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ π. Ρωμ. Ἐπιστ. Ὁμιλ. 23, τ. 3. σ. 191: - Ἐπίρρ. = [[ἀσυνέτως]], [[ἀπερισκέπτως]], Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 258Α, ὁ [[τύπος]]: [[ἀσυνειδότως]], [[ἄνευ]] συνειδήσεως, «ἀσυνείδητα» παρ’ Ἰω. Χρυστ. ἐν Ὁμ. 5. τ. 2. σ. 581 [[εἶναι]] [[ἀδόκιμος]], ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 255.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[carente de conciencia]] c. gen. ψυχαὶ ἀσυνείδητοι κακῶν Onas.4.2<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ ἀσυνείδητον]] = [[falta de reconocimiento]], [[obstinación]] τὸ ἀ. ... αὐτῶν δείκνυται καὶ τὸ σφόδρα ἀνόητον Chrys.M.61.98.<br /><b class="num">2</b> abs. [[desalmado]] de Judas Iscariote ἀ. ... ἐφάνης Rom.Mel.17.ιεʹ.7, λαίμαργε ἀσυνείδητε, φυλάργυρε Rom.Mel.17.ιεʹ.3, ἀφίλου καὶ ἀσυνειδήτου [[δόξα]] Chrys.M.62.602.<br /><b class="num">3</b> [[ingrato]] ἀ. ... πρὸς τὸν εὐεργέτην Basil.M.31.1289B.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσυνειδήτως]] = [[sin conciencia]] ἀ. τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, μὴ ... θελήσουσιν ἀ. ἡμᾶς φέριν (<i>sic</i>) πρὸς [[ἀλλήλους]] <i>POxy</i>.123.16 (III/IV d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυνείδητος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ασυνείδητο]], <i>το</i> (AM ἀσυνείδητον)<br />η [[έλλειψη]] συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει [[κανείς]] τι κάνει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ηθική]] [[συνείδηση]], αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες, πωρωμένος<br /><b>2.</b> (για πράξεις) [[ανήθικος]], [[άδικος]], [[κακοήθης]]<br /><b>3.</b> (για ψυχικά φαινόμενα) ο μη [[συνειδητός]], αυτός που βρίσκεται στην [[περιοχή]] του ασυνείδητου<br /><b>4.</b> <b>φυσιολ.</b> «ασυνείδητα οργανικά φαινόμενα» — κινήσεις και εκκρίσεις του πεπτικού συστήματος, [[αναπνοή]], νεφρικές εκκρίσεις κ.λπ., φαινόμενα που ελέγχονται από το αυτόνομο νευρικό [[σύστημα]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ. λ.</b> [[ασυνείδητο]], το<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[συνείδηση]] ή [[επίγνωση]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αχάριστος]], [[αγνώμων]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[αναισθησία]], η [[σκληρότητα]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυνείδητος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ασυνείδητο]], <i>το</i> (AM ἀσυνείδητον)<br />η [[έλλειψη]] συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει [[κανείς]] τι κάνει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ηθική]] [[συνείδηση]], αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες, πωρωμένος<br /><b>2.</b> (για πράξεις) [[ανήθικος]], [[άδικος]], [[κακοήθης]]<br /><b>3.</b> (για ψυχικά φαινόμενα) ο μη [[συνειδητός]], αυτός που βρίσκεται στην [[περιοχή]] του ασυνείδητου<br /><b>4.</b> <b>φυσιολ.</b> «ασυνείδητα οργανικά φαινόμενα» — κινήσεις και εκκρίσεις του πεπτικού συστήματος, [[αναπνοή]], νεφρικές εκκρίσεις κ.λπ., φαινόμενα που ελέγχονται από το αυτόνομο νευρικό [[σύστημα]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ. λ.</b> [[ασυνείδητο]], το<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[συνείδηση]] ή [[επίγνωση]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αχάριστος]], [[αγνώμων]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[αναισθησία]], η [[σκληρότητα]].
}}
}}