3,258,453
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)sundu/astos | |Beta Code=a)sundu/astos | ||
|Definition=[ῠ], ον, [[uncoupled]], [[unpaired]], [[disunited]], [[unconnected]], [[independent]]; [[ἀσύμπλοκος]], Hsch.; [[ἀσύζευκτος]], Suid. Adv. [[ἀσυνδυάστως]] = [[ununified]]. | |Definition=[ῠ], ον, [[uncoupled]], [[unpaired]], [[disunited]], [[unconnected]], [[independent]]; [[ἀσύμπλοκος]], Hsch.; [[ἀσύζευκτος]], Suid. Adv. [[ἀσυνδυάστως]] = [[ununified]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀσυνδίαστος Marc.Er.<i>Opusc</i>.M.65.1101D<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indivisible]] τὸ ἓν ἀσυνδύαστον ἔχει τὴν σημασίαν Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.9.21, μονογενὲς παράδειγμα καὶ ἀσυνδύαστον πρὸς [[ἄλλην]] ἀρχήν Procl.<i>Theol.Plat</i>.3.15, cf. Mac.Aeg.<i>Hom</i>.4.1, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[sin compañero]] ἡ τρυγών Basil.<i>Hex</i>.8.6, cf. Sud.<br /><b class="num">3</b> [[virginal]] κυοφορία Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.23.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσυνδυάστως]] = [[sin cópula]], [[sin unión]] οἱ ... γύπες ἀ. τίκτουσιν <i>Rh</i>.3.731.10, cf. Basil.M.29.180A, Eust.<i>Op</i>.258.90. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσυνδύαστος''': -ον, μὴ συνδυαζόμενος, μὴ συνενούμενος, μὴ συζευγνύμενος, τοῦτο τὸ [[ὄρνεον]] μένειν, εἰ διαζευχθείη τῆς συζυγίας εἰς τὸ [[ἐφεξῆς]] ἀσυνδύαστον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 507D, πρβλ. καὶ 667Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἀσυνδυάστως, [[ἄνευ]] συζεύξεως, οἱ γῦπες ἀσυνδυάστως τίκτουσιν Ρήτορες (Walz) τ. 3. σ. 731, 10. | |lstext='''ἀσυνδύαστος''': -ον, μὴ συνδυαζόμενος, μὴ συνενούμενος, μὴ συζευγνύμενος, τοῦτο τὸ [[ὄρνεον]] μένειν, εἰ διαζευχθείη τῆς συζυγίας εἰς τὸ [[ἐφεξῆς]] ἀσυνδύαστον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 507D, πρβλ. καὶ 667Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἀσυνδυάστως, [[ἄνευ]] συζεύξεως, οἱ γῦπες ἀσυνδυάστως τίκτουσιν Ρήτορες (Walz) τ. 3. σ. 731, 10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυνδύαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν συνδυάζεται ή που δεν μπορεί να συνδυαστεί, να ταιριάξει με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασύζευκτος]], [[αζευγάρωτος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυνδύαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν συνδυάζεται ή που δεν μπορεί να συνδυαστεί, να ταιριάξει με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασύζευκτος]], [[αζευγάρωτος]]. | ||
}} | }} |