Anonymous

ἐκδωριεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)kdwrieu/omai
|Beta Code=e)kdwrieu/omai
|Definition=Pass., [[become a thorough Dorian]], <span class="bibl">Hdt.8.73</span> (pf. [[ἐκδεδωρίευνται]]: [[ἐκδεδωρίωνται]] Valck., [[ἐκδεδωρίδαται]] Dind.).
|Definition=Pass., [[become a thorough Dorian]], <span class="bibl">Hdt.8.73</span> (pf. [[ἐκδεδωρίευνται]]: [[ἐκδεδωρίωνται]] Valck., [[ἐκδεδωρίδαται]] Dind.).
}}
{{DGE
|dgtxt=[[dorizarse]], [[convertirse en dorio]] οἱ δὲ Κυνούριοι αὐτόχθονες ἐόντες ... ἐκδεδωρίευνται δὲ ὑπὸ [[Ἀργείων]] ἀρχόμενοι Hdt.8.73.3.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδωριεύομαι''': παθ. [[γίνομαι]] [[τέλειος]] [[Δωριεύς]], Ἡρόδ. 8. 73, ἐν τῷ πρκμ, ἐκδεδωρίυνται: συμφωνότερος πρὸς τὴν ἀναλογίαν θὰ ἦτο ὁ [[τύπος]] ἐκδεδωρίωνται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωριόομαι), ἢ ἐκδεδωρίδαται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωρίζω).
|lstext='''ἐκδωριεύομαι''': παθ. [[γίνομαι]] [[τέλειος]] [[Δωριεύς]], Ἡρόδ. 8. 73, ἐν τῷ πρκμ, ἐκδεδωρίυνται: συμφωνότερος πρὸς τὴν ἀναλογίαν θὰ ἦτο ὁ [[τύπος]] ἐκδεδωρίωνται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωριόομαι), ἢ ἐκδεδωρίδαται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωρίζω).
}}
{{DGE
|dgtxt=[[dorizarse]], [[convertirse en dorio]] οἱ δὲ Κυνούριοι αὐτόχθονες ἐόντες ... ἐκδεδωρίευνται δὲ ὑπὸ [[Ἀργείων]] ἀρχόμενοι Hdt.8.73.3.
}}
}}
{{grml
{{grml