Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκπαρθενεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)kparqeneu/w
|Beta Code=e)kparqeneu/w
|Definition=(παρθένος) [[deflower]], Sch.<span class="bibl">Luc.<span class="title">DMar.</span>7.1</span>.
|Definition=(παρθένος) [[deflower]], Sch.<span class="bibl">Luc.<span class="title">DMar.</span>7.1</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[perder la virginidad]] ἵνα μὴ λιθοβοληθῇ ὡς ἐκπαρθενεύσασα ref. a la concepción de la Virgen, Origenes <i>Hom</i>.6 <i>in Lc</i>. (p.43).<br /><b class="num">2</b> [[desvirgar]] [[δάμαρ]] Sch.Opp.<i>H</i>.1.390.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπαρθενεύω''': ([[παρθένος]]) ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν, [[διακορεύω]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 7. 1.
|lstext='''ἐκπαρθενεύω''': ([[παρθένος]]) ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν, [[διακορεύω]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 7. 1.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[perder la virginidad]] ἵνα μὴ λιθοβοληθῇ ὡς ἐκπαρθενεύσασα ref. a la concepción de la Virgen, Origenes <i>Hom</i>.6 <i>in Lc</i>. (p.43).<br /><b class="num">2</b> [[desvirgar]] [[δάμαρ]] Sch.Opp.<i>H</i>.1.390.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ξεπαρθενεύω]] (AM [[ἐκπαρθενεύω]])<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] την παρθενιά, [[διακορεύω]]<br /><b>2.</b> (για φαγητά ή ποτά [[κλειστά]] ή συσκευασμένα σε κουτιά <b>κ.λπ.</b>) [[ανοίγω]] και [[δοκιμάζω]] [[πρώτος]]<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]] νέο ή νέα να εγκαταλείψει την παιδική [[αθωότητα]] και να αποκτήσει σεξουαλικές εμπειρίες.
|mltxt=και [[ξεπαρθενεύω]] (AM [[ἐκπαρθενεύω]])<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] την παρθενιά, [[διακορεύω]]<br /><b>2.</b> (για φαγητά ή ποτά [[κλειστά]] ή συσκευασμένα σε κουτιά <b>κ.λπ.</b>) [[ανοίγω]] και [[δοκιμάζω]] [[πρώτος]]<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]] νέο ή νέα να εγκαταλείψει την παιδική [[αθωότητα]] και να αποκτήσει σεξουαλικές εμπειρίες.
}}
}}