Anonymous

ἐξάρτημα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)ca/rthma
|Beta Code=e)ca/rthma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is suspended from]], <b class="b3">τῶν νεῶν</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>759</span>; [[weight]], Theo Sm.<span class="bibl">p.65</span> H., <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>26.117</span>, <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Harm.</span>6</span>; of the ligaments of the uterus, <span class="bibl">Sor.2.84</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[that which is attached]] or [[dependent]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>130</span> (pl.).</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is suspended from]], <b class="b3">τῶν νεῶν</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>759</span>; [[weight]], Theo Sm.<span class="bibl">p.65</span> H., <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>26.117</span>, <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Harm.</span>6</span>; of the ligaments of the uterus, <span class="bibl">Sor.2.84</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[that which is attached]] or [[dependent]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>130</span> (pl.).</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[colgante]], [[cosa colgada]] οὐδὲ ὁ μεμηνὼς σκυτίδων ἐξαρτήμασι θεραπεύεται ni un hombre loco se cura por colgarse amuletos</i> Ps.Democr.B 300.12<br /><b class="num">•</b>en mús. [[peso]] que se cuelga de las cuerdas para darles más o menos tensión ἡ ... ἰσχὺς τοῦ ἐξαρτήματος Theo Sm.65.19, cf. 21, ἡ (χορδή) μὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ μεγίστου ἐξαρτήματος τεινομένη Iambl.<i>VP</i> 117, cf. 118<br /><b class="num">•</b>náut. especie de [[peso]] o [[pieza de plomo]] que, a modo de [[ancla]], se echaba desde una nave sobre otra para engancharla, tenerla sujeta o facilitar su abordaje, Sch.Ar.<i>Eq</i>.762a.<br /><b class="num">2</b> medic. [[cosa que se adhiere]], [[apéndice]], [[accesorio]] dicho del utilizado como contrapeso en férulas para tratamientos de fracturas περιτεθειμένων ἐξαρτημάτων τινῶν Gal.18(2).579<br /><b class="num">•</b>plu. [[ligamentos suspensorios]] que sujetan el fondo uterino, Sor.4.6.21.<br /><b class="num">3</b> fig. [[lo que sirve de sustento]], [[aquello de lo que se depende]], plu. [[los orígenes]] καλείσθωσαν ... ἀπὸ τῶν ἐσχάτων ἐξαρτημάτων οἱ νοεροὶ θεοί llamémosles dioses intelectivos por las últimas instancias de las que dependen</i> Dam.<i>in Prm</i>.130.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξάρτημα''': τό, τὸ ἐξαρτώμενον, κρεμάμενον ἔκ τινος, ὁ [[δελφὶς]] π.χ., [[ὄργανον]] ναυτικόν, [[ὅπερ]] μετεχειρίζοντο ἐν ταῖς ναυμαχίαις πρὸς καταπόντισιν ἐχθρικοῦ πλοίου, ὀνομάζεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 759, [[ἐξάρτημα]] νεῶν· ἦτο δὲ ὁ [[δελφὶς]] «σιδηροῦν [[κατασκεύασμα]] ἢ μολύβδινον εἰς δελφῖνα ἐσχηματισμένον» Σχόλ. ἔνθ' ἀνωτ.· - βάρος τι, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 117· - [[προσέτι]] = [[περίαμμα]], Τατιαν. σ. 65.
|lstext='''ἐξάρτημα''': τό, τὸ ἐξαρτώμενον, κρεμάμενον ἔκ τινος, ὁ [[δελφὶς]] π.χ., [[ὄργανον]] ναυτικόν, [[ὅπερ]] μετεχειρίζοντο ἐν ταῖς ναυμαχίαις πρὸς καταπόντισιν ἐχθρικοῦ πλοίου, ὀνομάζεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 759, [[ἐξάρτημα]] νεῶν· ἦτο δὲ ὁ [[δελφὶς]] «σιδηροῦν [[κατασκεύασμα]] ἢ μολύβδινον εἰς δελφῖνα ἐσχηματισμένον» Σχόλ. ἔνθ' ἀνωτ.· - βάρος τι, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 117· - [[προσέτι]] = [[περίαμμα]], Τατιαν. σ. 65.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[colgante]], [[cosa colgada]] οὐδὲ ὁ μεμηνὼς σκυτίδων ἐξαρτήμασι θεραπεύεται ni un hombre loco se cura por colgarse amuletos</i> Ps.Democr.B 300.12<br /><b class="num">•</b>en mús. [[peso]] que se cuelga de las cuerdas para darles más o menos tensión ἡ ... ἰσχὺς τοῦ ἐξαρτήματος Theo Sm.65.19, cf. 21, ἡ (χορδή) μὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ μεγίστου ἐξαρτήματος τεινομένη Iambl.<i>VP</i> 117, cf. 118<br /><b class="num">•</b>náut. especie de [[peso]] o [[pieza de plomo]] que, a modo de [[ancla]], se echaba desde una nave sobre otra para engancharla, tenerla sujeta o facilitar su abordaje, Sch.Ar.<i>Eq</i>.762a.<br /><b class="num">2</b> medic. [[cosa que se adhiere]], [[apéndice]], [[accesorio]] dicho del utilizado como contrapeso en férulas para tratamientos de fracturas περιτεθειμένων ἐξαρτημάτων τινῶν Gal.18(2).579<br /><b class="num">•</b>plu. [[ligamentos suspensorios]] que sujetan el fondo uterino, Sor.4.6.21.<br /><b class="num">3</b> fig. [[lo que sirve de sustento]], [[aquello de lo que se depende]], plu. [[los orígenes]] καλείσθωσαν ... ἀπὸ τῶν ἐσχάτων ἐξαρτημάτων οἱ νοεροὶ θεοί llamémosles dioses intelectivos por las últimas instancias de las que dependen</i> Dam.<i>in Prm</i>.130.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐξάρτημα]]) [[εξαρτώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθένα από τα μέρη που αποτελούν ένα [[μηχανικό]] [[σύνολο]] («[[εξάρτημα]] μηχανής, αυτοκινήτου» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] που εξαρτάται οικονομικά, πνευματικά κ.λπ. από άλλον και ως [[αντάλλαγμα]] υποστηρίζει τα συμφέροντα και τις αξιώσεις του<br /><b>3.</b> <b>(γυναικολ.)</b> «εξαρτήματα της μήτρας» — [[ονομασία]] τών σαλπίγγων και τών ωοθηκών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που [[είναι]] κρεμασμένο, που κρέμεται από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[βάρος]], [[βαρύ]] [[σώμα]] κρεμασμένο από [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[φυλαχτό]].
|mltxt=το (Α [[ἐξάρτημα]]) [[εξαρτώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθένα από τα μέρη που αποτελούν ένα [[μηχανικό]] [[σύνολο]] («[[εξάρτημα]] μηχανής, αυτοκινήτου» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] που εξαρτάται οικονομικά, πνευματικά κ.λπ. από άλλον και ως [[αντάλλαγμα]] υποστηρίζει τα συμφέροντα και τις αξιώσεις του<br /><b>3.</b> <b>(γυναικολ.)</b> «εξαρτήματα της μήτρας» — [[ονομασία]] τών σαλπίγγων και τών ωοθηκών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που [[είναι]] κρεμασμένο, που κρέμεται από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[βάρος]], [[βαρύ]] [[σώμα]] κρεμασμένο από [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[φυλαχτό]].
}}
}}