3,270,854
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)/carqros | |Beta Code=e)/carqros | ||
|Definition=ον, ([[ἄρθρον]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dislocated]], <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>9.13</span>, Gal.6.10; τοῦ σκέλους ἔξαρθρος γενέσθαι <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>3.11.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[with distorted]], [[clumsy joints]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span> 10</span>; [[loose-jointed]], Gal.1.178.</span> | |Definition=ον, ([[ἄρθρον]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dislocated]], <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>9.13</span>, Gal.6.10; τοῦ σκέλους ἔξαρθρος γενέσθαι <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>3.11.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[with distorted]], [[clumsy joints]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span> 10</span>; [[loose-jointed]], Gal.1.178.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> medic.<br /><b class="num">1</b> [[que padece una dislocación o luxación]] διὰ νόσον χρονίαν ἔξαρθροί τινες γίνονται Asclep. en Orib.47.12 (tít.), c. gen. τοῦ δεξιοῦ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι llegar a sufrir una luxación de la pierna derecha</i> I.<i>AI</i> 3.271<br /><b class="num">•</b>de huesos y articulaciones [[dislocado]] ἄρθρα ἔξαρθρα Aret.<i>SD</i> 1.8.7, ἐξάρθρους γίνεσθαι (δακτύλους) Gal.3.124, οἶον ἔξαρθρόν μου ἐὰν γένηται μῆλος Origenes <i>Hom</i>.14.18 <i>in Ier</i>., τῶν ὀστέων ... οἱονεὶ ἐξάρθρων Basil.M.29.384C<br /><b class="num">•</b>de cuerpos inertes [[desarticulado]], [[descoyuntado]] ὁ εὐγενὴς νεανίας ἔ. ἐγίνετο [[LXX]] 4<i>Ma</i>.9.13, τετραήμερος νεκρὸς πάντοθεν ἔ. Amph.<i>Or</i>.3.35.<br /><b class="num">2</b> anat. [[que tiene articulaciones muy sueltas y que sobresalen]], [[de articulaciones prominentes]] [[ἄλλοι]] γὰρ ἄλλων μᾶλλον ἔξαρθροι πεφύκασιν Hp.<i>Art</i>.10, cf. Gal.18(1).370, 395.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἔ.<br /><b class="num">1</b> medic. [[miembro dislocado]], [[dislocación]], [[luxación]] τὰ ἐκ γενεῆς ἔξαρθρα dislocaciones congénitas</i> Hp.<i>Mochl</i>.40, cf. 23, ἔξαρθρόν τι ποιεῖν causar alguna dislocación</i> Gal.6.10, ἀποκατάστασιν ποιῆσαι τοῦ ἐξάρθρου Origenes <i>Hom</i>.14 <i>in Ier</i>.15.18.<br /><b class="num">2</b> gram. [[punto de articulación]] de dos κῶλα o miembros, A.D.<i>Pron</i>.5.16. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔξαρθρος''': -ον, (ἄρθρον) ἐξηρθρωμένος, τοῦ δεξιοῦ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι, παθεῖν ἐξάρθρωσιν κατὰ τὸ δεξιὸν [[σκέλος]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 11, 6. ΙΙ. ὁ ἔχων τὰς ἀρθρώσεις προεχούσας καὶ κακῶς ἐσχηματισμένας, ἄλλοι γὰρ ἄλλων [[μᾶλλον]] ἔξαρθροι πεφύκασι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 787. 6· πρβλ. [[ἐξόφθαλμος]]. - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἔξαρθρος]]· [[ἐκμελής]], ἐξωστεϊσμένος». | |lstext='''ἔξαρθρος''': -ον, (ἄρθρον) ἐξηρθρωμένος, τοῦ δεξιοῦ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι, παθεῖν ἐξάρθρωσιν κατὰ τὸ δεξιὸν [[σκέλος]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 11, 6. ΙΙ. ὁ ἔχων τὰς ἀρθρώσεις προεχούσας καὶ κακῶς ἐσχηματισμένας, ἄλλοι γὰρ ἄλλων [[μᾶλλον]] ἔξαρθροι πεφύκασι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 787. 6· πρβλ. [[ἐξόφθαλμος]]. - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἔξαρθρος]]· [[ἐκμελής]], ἐξωστεϊσμένος». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔξαρθρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> εξαρθρωμένος, αυτός που έπαθε [[λύση]] της άρθρωσης, [[μετατόπιση]] του άρθρου, του οστού, [[εξάρθρωση]] («τοῦ δεξιοῦ σκέλους ἔξαρθρον [[γενέσθαι]]», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εξέχοντα τα άρθρα, [[κακώς]] σχηματισμένες τις αρθρώσεις («ἄλλοι γὰρ ἄλλων μᾶλλον ἔξαρθροι πεφύκασι», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ακρωτηριάστηκε, που του κόπηκαν τα άρθρα, τα [[μέλη]] του σώματος. | |mltxt=[[ἔξαρθρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> εξαρθρωμένος, αυτός που έπαθε [[λύση]] της άρθρωσης, [[μετατόπιση]] του άρθρου, του οστού, [[εξάρθρωση]] («τοῦ δεξιοῦ σκέλους ἔξαρθρον [[γενέσθαι]]», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εξέχοντα τα άρθρα, [[κακώς]] σχηματισμένες τις αρθρώσεις («ἄλλοι γὰρ ἄλλων μᾶλλον ἔξαρθροι πεφύκασι», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ακρωτηριάστηκε, που του κόπηκαν τα άρθρα, τα [[μέλη]] του σώματος. | ||
}} | }} |