3,273,773
edits
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)/ktaktos | |Beta Code=e)/ktaktos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[detailed]] for special duties, of soldiers, Ascl.<span class="title">Tact.</span>6.3, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>9.4</span>, <span class="bibl">16.2</span>,<span class="bibl">4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[special]], [[reserved]], POxy.646 (ii A.D.); <b class="b3">δι’ ἐκτάκτου</b> on [[a separate sheet]], PStrassb.34.15.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[detailed]] for special duties, of soldiers, Ascl.<span class="title">Tact.</span>6.3, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>9.4</span>, <span class="bibl">16.2</span>,<span class="bibl">4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[special]], [[reserved]], POxy.646 (ii A.D.); <b class="b3">δι’ ἐκτάκτου</b> on [[a separate sheet]], PStrassb.34.15.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[separado]], milit. [[que está fuera de la formación]] ref. a portaestandartes, trompetas, etc., Ascl.<i>Tact</i>.6.3, Ael.<i>Tact</i>.9.4, 16.2, 4<br /><b class="num">•</b>en locuciones prep. sign. [[por separado]], [[en documento aparte o adjunto]] δι' ἐκτάκτου <i>PStras</i>.34.16 (II d.C.), ἐξ ἐκτάκτου <i>PWisc</i>.16.11 (II d.C.), ἐν ἐκτάκτῳ <i>PBeatty Panop</i>.1.361, <i>BGU</i> 2764.4 (ambos III d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἔ. [[legado aparte]] destinado a uno de los herederos <i>POxy</i>.705.71 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> subst. τὰ ἔκτακτα [[pagos extra]], [[gratificaciones]] gener. en especie, sumadas al pago principal de la renta en dinero τὸν δὲ τῶν φ[οι] νίκων ... φόρον καὶ τὰ ἔκτακτα <i>POxy</i>.3354.44 (III d.C.), cf. 1631.22 (III d.C.), ἔκτακτα τῆς τρύγης <i>POxy</i>.3406.5 (IV d.C.), ἔκτακτα σπονδῆς <i>POxy</i>.3589.9 (II d.C.), tb. sumada al sueldo <i>POxy</i>.4597.17 (III d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[por separado]], [[en listas separadas]] ἐ. τοὺς ἀπαιτητὰς ἑλέσθαι καὶ τοὺς διαδότας <i>PBeatty Panop</i>.1.264 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[por separado]], [[individualmente]] τοὺς ἀπαιτητὰς παντοίων εἰδῶν ... ὑφ' ἓν ὀνομάσαι καὶ μὴ ἐ. <i>PBeatty Panop</i>.1.233 (III d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκτακτος''': -ον, ὅρος στρατ. «ἔκτακτοι, τούτους τὸ μὲν παλαιὸν ἡ [[τάξις]] εἶχεν, ὡς καὶ [[τοὔνομα]] δηλοῖ, [[διότι]] τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν, εἰσὶ δὲ [[πέντε]]» κτλ. Σουΐδ., πρβλ. Αἰλιαν. Τακτ. 9. | |lstext='''ἔκτακτος''': -ον, ὅρος στρατ. «ἔκτακτοι, τούτους τὸ μὲν παλαιὸν ἡ [[τάξις]] εἶχεν, ὡς καὶ [[τοὔνομα]] δηλοῖ, [[διότι]] τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν, εἰσὶ δὲ [[πέντε]]» κτλ. Σουΐδ., πρβλ. Αἰλιαν. Τακτ. 9. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκτακτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική [[σειρά]], ως [[βοηθητικός]] («[[έκτακτος]] [[υπάλληλος]], [[καθηγητής]]»)<br /><b>2.</b> ο μη [[τακτικός]], ο μη προβλεπόμενος, [[απρόβλεπτος]], [[ειδικός]], [[ιδιαίτερος]] («έκτακτα έξοδα, φόροι»)<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται σε ειδικές περιστάσεις, [[ασυνήθιστος]], [[σπάνιος]] («έκτακτο [[στρατοδικείο]]», «έκτακτο [[παράρτημα]]»)<br /><b>4.</b> [[εξαιρετικός]], [[έξοχος]], [[άριστος]] («[[έκτακτος]] [[άνθρωπος]]», «[[κόρη]] εκτάκτου κάλλους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στρατ.</b> ο [[απεσπασμένος]] σε ειδική [[υπηρεσία]] (επίρρ. <i>εκτάκτως</i>, <i>έκτακτα</i>). | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκτακτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική [[σειρά]], ως [[βοηθητικός]] («[[έκτακτος]] [[υπάλληλος]], [[καθηγητής]]»)<br /><b>2.</b> ο μη [[τακτικός]], ο μη προβλεπόμενος, [[απρόβλεπτος]], [[ειδικός]], [[ιδιαίτερος]] («έκτακτα έξοδα, φόροι»)<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται σε ειδικές περιστάσεις, [[ασυνήθιστος]], [[σπάνιος]] («έκτακτο [[στρατοδικείο]]», «έκτακτο [[παράρτημα]]»)<br /><b>4.</b> [[εξαιρετικός]], [[έξοχος]], [[άριστος]] («[[έκτακτος]] [[άνθρωπος]]», «[[κόρη]] εκτάκτου κάλλους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στρατ.</b> ο [[απεσπασμένος]] σε ειδική [[υπηρεσία]] (επίρρ. <i>εκτάκτως</i>, <i>έκτακτα</i>). | ||
}} | }} |