Anonymous

ἀρείφατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|dgtxt=(ἀρείφᾰτος) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép.-jón. [[ἀρηΐφᾰτος]] <i>Il</i>.19.31, 24.415, <i>Od</i>.11.41, Heraclit.B 136, cf. 24, <i>AP</i> 7.741.6 (Crin.), Orph.<i>A</i>.514, Sch.D.T.234.15<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰρ-]<br /><b class="num">1</b> [[matado por Ares]], [[muerto en el combate]] φῶτες <i>Il</i>.ll.cc., ἄνδρες <i>Od</i>.l.c., ψυχαί Heraclit.B 136, cf. 24, φόνοι ἀ. muertes causadas por la guerra</i> E.<i>Supp</i>.603, νέκυες <i>AP</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">2</b> [[que mata en el combate]], [[marcial]], [[valiente]], [[belicoso]] ἀγῶνες A.<i>Eu</i>.913, λῆμα A.<i>Fr</i>.147, κόποι E.<i>Rh</i>.124, ἀνέρες Orph.l.c., ἄνδρες Sch.D.T.l.c., cf. A.<i>Fr</i>.146b.
|dgtxt=(ἀρείφᾰτος) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép.-jón. [[ἀρηΐφᾰτος]] <i>Il</i>.19.31, 24.415, <i>Od</i>.11.41, Heraclit.B 136, cf. 24, <i>AP</i> 7.741.6 (Crin.), Orph.<i>A</i>.514, Sch.D.T.234.15<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰρ-]<br /><b class="num">1</b> [[matado por Ares]], [[muerto en el combate]] φῶτες <i>Il</i>.ll.cc., ἄνδρες <i>Od</i>.l.c., ψυχαί Heraclit.B 136, cf. 24, φόνοι ἀ. muertes causadas por la guerra</i> E.<i>Supp</i>.603, νέκυες <i>AP</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">2</b> [[que mata en el combate]], [[marcial]], [[valiente]], [[belicoso]] ἀγῶνες A.<i>Eu</i>.913, λῆμα A.<i>Fr</i>.147, κόποι E.<i>Rh</i>.124, ἀνέρες Orph.l.c., ἄνδρες Sch.D.T.l.c., cf. A.<i>Fr</i>.146b.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ἀρείφᾰτος''': Ἐπ. [[ἀρηΐφατος]], ον, (*[[φένω]], πέφαται) ὁ ὑπὸ τοῦ Ἄρεως φονευθείς, ὅ ἐ. φονευθεὶς ἐν πολέμῳ, Ἰλ. Τ. 31, κτλ.· φόνοι ἀρ. Εὐρ. Ἱκ. 603. 2) βραδύτερον μεταπίπτει εἰς τὴν σημασ. τοῦ ἄρειος, [[πολεμικός]], ἀρειφάτων… ἀγώνων, άρείφατον [[λῆμα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 913, Ἀποσπ. 146· κόποι Ρῆσ. 124.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tué par Arès, <i>càd</i> dans le combat;<br /><b>2</b> qui tue dans le combat, <i>càd</i> belliqueux, vaillant.<br />'''Étymologie:''' [[Ἄρης]], R. Φα tuer ; cf. [[πεφνεῖν]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἀρείφᾰτος:''' [ᾰρ], Επικ. [[Ἀρηΐφατος]], -ον (*[[φένω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη, αυτός δηλ. που σκοτώθηκε στον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[Ἄρειος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''Ἀρείφᾰτος:''' [ᾰρ], Επικ. [[Ἀρηΐφατος]], -ον (*[[φένω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη, αυτός δηλ. που σκοτώθηκε στον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[Ἄρειος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{bailly
{{ls
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tué par Arès, <i>càd</i> dans le combat;<br /><b>2</b> qui tue dans le combat, <i>càd</i> belliqueux, vaillant.<br />'''Étymologie:''' [[Ἄρης]], R. Φα tuer ; cf. [[πεφνεῖν]].
|lstext='''ἀρείφᾰτος''': Ἐπ. [[ἀρηΐφατος]], ον, (*[[φένω]], πέφαται) ὁ ὑπὸ τοῦ Ἄρεως φονευθείς, ὅ ἐ. φονευθεὶς ἐν πολέμῳ, Ἰλ. Τ. 31, κτλ.· φόνοι ἀρ. Εὐρ. Ἱκ. 603. 2) βραδύτερον μεταπίπτει εἰς τὴν σημασ. τοῦ ἄρειος, [[πολεμικός]], ἀρειφάτων… ἀγώνων, άρείφατον [[λῆμα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 913, Ἀποσπ. 146· κόποι Ρῆσ. 124.
}}
}}
{{elru
{{elru