3,277,700
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] = [[σημαίνω]], zeichnen, [[bezeichnen]]; ταῦτα τὰ διαστήματα βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους [[ὀκτώ]], Pol. 3, 39, 8; versiegeln, D. Hal. 4, 57. – Gew. im med. merken, [[bemerken]], für sich zu Papier bringen, aufzeichnen, Pol. 22, 11, 12; auch Etwas als Merkmal, Zeichen der Zukunft deuten, σημειωσάμενοι τὸ γεγονός, 5, 78, 2; S. Emp. adv. log. 2, 270. Bei den Gramm. σημείωσαι, man muß merken. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] = [[σημαίνω]], zeichnen, [[bezeichnen]]; ταῦτα τὰ διαστήματα βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους [[ὀκτώ]], Pol. 3, 39, 8; versiegeln, D. Hal. 4, 57. – Gew. im med. merken, [[bemerken]], für sich zu Papier bringen, aufzeichnen, Pol. 22, 11, 12; auch Etwas als Merkmal, Zeichen der Zukunft deuten, σημειωσάμενοι τὸ γεγονός, 5, 78, 2; S. Emp. adv. log. 2, 270. Bei den Gramm. σημείωσαι, man muß merken. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐσημείωσα, <i>pf.</i> σεσημείωκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐσημειώθην, <i>pf.</i> σεσημείωμαι;<br />marquer d'un signe.<br />'''Étymologie:''' [[σημεῖον]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[σημειῶ]], [[σημειόω]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[σαμειῶ]] Α [[σημεῖον]]<br /><b>1.</b> [[επιθέτω]] ή [[γράφω]] [[κάπου]] [[σημείο]] για [[αναγνώριση]] ή [[υπόμνηση]] (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο [[κείμενο]]» β. «ταῦτα γὰρ νῦν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]] [[σοβαρά]] [[κάτι]], [[λαμβάνω]] υπ' όψιν [[κάτι]] ως αξιοσημείωτο και αξιόλογο (α. «σημείωσε ότι [[πρέπει]] να φυλάγεσαι από αυτόν» β. «ὁ [[δῆμος]] φαίνηται τοὺς καλοὺς κάγαθοὺς τῶν ἀνδρῶν σημειούμενος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] σημειώσεις, [[καταγράφω]] γεγονότα, πληροφορίες, λογαριασμούς (α. «σημείωσα τη διεύθυνσή του» β. «σημείωσα τον αριθμό του αυτοκινήτου της» γ. «σημείωσα τα έξοδα του [[μήνα]]»)<br /><b>2.</b> [[σημαδεύω]], [[τιμωρώ]] («να σέ σημειώσει ο Θεός»)<br /><b>3.</b> [[τονίζω]], [[υπογραμμίζω]], [[εξαίρω]] («[[πρέπει]] να σημειωθεί η ιδιαίτερη [[συνεισφορά]] του στην [[ανάπτυξη]] του προγράμματος»)<br /><b>4.</b> έχω ορισμένο [[αποτέλεσμα]], θετικό ή αρνητικό (α. «[[σημειώνω]] [[επιτυχία]]» — [[επιτυγχάνω]]<br />β. «[[σημειώνω]] πρόοδο» — [[προοδεύω]]<br />γ. «[[σημειώνω]] [[αποτυχία]]» — [[αποτυγχάνω]])<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[σημειωμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που έχει σωματικό [[ελάττωμα]], [[ανάπηρος]], [[σακάτης]], [[μισερός]]<br />β) [[σημαδεμένος]], μαρκαρισμένος<br />γ) [[γραμμένος]], [[γραπτός]], καταχωρισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[σφραγίδα]], [[σφραγίζω]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[σήμα]], [[σύνθημα]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[διάγνωση]] νόσου<br /><b>4.</b> (μέσ. και παθ.) <i>σημειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[κρατώ]] [[σημείωση]] για προσωπική μου [[χρήση]], [[παρατηρώ]]<br />β) [[υπογράφω]]<br />γ) [[συμπεραίνω]] από κάποιο [[σημάδι]]<br />δ) [[γράφω]] σημειώσεις στο [[περιθώριο]] κειμένου<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τὰ σεσημειωμένα</i><br />οι εξαιρέσεις. | |mltxt=[[σημειῶ]], [[σημειόω]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[σαμειῶ]] Α [[σημεῖον]]<br /><b>1.</b> [[επιθέτω]] ή [[γράφω]] [[κάπου]] [[σημείο]] για [[αναγνώριση]] ή [[υπόμνηση]] (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο [[κείμενο]]» β. «ταῦτα γὰρ νῦν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]] [[σοβαρά]] [[κάτι]], [[λαμβάνω]] υπ' όψιν [[κάτι]] ως αξιοσημείωτο και αξιόλογο (α. «σημείωσε ότι [[πρέπει]] να φυλάγεσαι από αυτόν» β. «ὁ [[δῆμος]] φαίνηται τοὺς καλοὺς κάγαθοὺς τῶν ἀνδρῶν σημειούμενος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] σημειώσεις, [[καταγράφω]] γεγονότα, πληροφορίες, λογαριασμούς (α. «σημείωσα τη διεύθυνσή του» β. «σημείωσα τον αριθμό του αυτοκινήτου της» γ. «σημείωσα τα έξοδα του [[μήνα]]»)<br /><b>2.</b> [[σημαδεύω]], [[τιμωρώ]] («να σέ σημειώσει ο Θεός»)<br /><b>3.</b> [[τονίζω]], [[υπογραμμίζω]], [[εξαίρω]] («[[πρέπει]] να σημειωθεί η ιδιαίτερη [[συνεισφορά]] του στην [[ανάπτυξη]] του προγράμματος»)<br /><b>4.</b> έχω ορισμένο [[αποτέλεσμα]], θετικό ή αρνητικό (α. «[[σημειώνω]] [[επιτυχία]]» — [[επιτυγχάνω]]<br />β. «[[σημειώνω]] πρόοδο» — [[προοδεύω]]<br />γ. «[[σημειώνω]] [[αποτυχία]]» — [[αποτυγχάνω]])<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[σημειωμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που έχει σωματικό [[ελάττωμα]], [[ανάπηρος]], [[σακάτης]], [[μισερός]]<br />β) [[σημαδεμένος]], μαρκαρισμένος<br />γ) [[γραμμένος]], [[γραπτός]], καταχωρισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[σφραγίδα]], [[σφραγίζω]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[σήμα]], [[σύνθημα]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[διάγνωση]] νόσου<br /><b>4.</b> (μέσ. και παθ.) <i>σημειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[κρατώ]] [[σημείωση]] για προσωπική μου [[χρήση]], [[παρατηρώ]]<br />β) [[υπογράφω]]<br />γ) [[συμπεραίνω]] από κάποιο [[σημάδι]]<br />δ) [[γράφω]] σημειώσεις στο [[περιθώριο]] κειμένου<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τὰ σεσημειωμένα</i><br />οι εξαιρέσεις. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σημειόω''': [[σημαίνω]], σημειώνω (τὰ μίλια διὰ λίθων), [[ταῦτα]] γὰρ νῦν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους ὀκτὼ διὰ Ρωμαίων ἐπιμελῶς Πολύβ. 3. 39, 8, ἐν τῷ Παθητ., πρβλ. 1. 47, 1· - [[σφραγίζω]], ἐπιστολὰς σφραγῖδι Διον. Ἁλ. 4. 57. ΙΙ. Μέσ., σημειώνω δι’ ἐμαυτόν, παρατηρῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἴτ. 1. 21, 7, Πολύβ. 22. 11, 12, κτλ. 2) [[ἑρμηνεύω]] τι ὡς [[σημεῖον]] ἢ οἰωνόν, ὁ αὐτ. 5. 78, 2, Στράβ. 404.<br />3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ τῶν ἐν τῷ περιθωρίῳ σημειώσεων, σημείωσαι = nota bene, Ἀθήν. 55Β, συχν. ἐν τοῖς Σχολιαστ.· - ἐν τῷ Παθ. σεσημείωται, [[εἶναι]] γεγραμμένον ἐν τῷ περιθωρίῳ, Εὐσέβ., Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 16· τὰ σεσημειωμένα, τὰ σημειωθέντα ὡς ἐξαιρέσεις, Α. Β. 1257· μέλλ. σεσημειώσεται ὁ αὐτ. 2. 577, 583, 588, κ. ἀλλ. - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 472, 476. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |