Anonymous

εὐχείρωτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1108.png Seite 1108]] leicht zu überwältigen, zu bändigen; [[στρατός]] Aesch. Pers. 444; εὐχείρωτοι αὐτοῖς ἐδόκουν εἶναι οἱ διαβεβηκότες Xen. Hell. 5, 3, 4, öfter; im superlat., στρατιὰ [[ἄτακτος]] τοῖς πολεμίοις εὐχειρωτότατον (f. L. ist εὐχειρότατον) Oec. 8, 4, wie Cyr. 1, 6, 36; τοὺς Ἕλληνας ποιεῖν εὐχειρώτους Pol. 5, 104, 5; a. Sp., wie Plut. Crass. 21. Auch εὐχειρότερος bei D. Cass. 36, 7 ist richtig in εὐχειρωτότερος geändert.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1108.png Seite 1108]] leicht zu überwältigen, zu bändigen; [[στρατός]] Aesch. Pers. 444; εὐχείρωτοι αὐτοῖς ἐδόκουν εἶναι οἱ διαβεβηκότες Xen. Hell. 5, 3, 4, öfter; im superlat., στρατιὰ [[ἄτακτος]] τοῖς πολεμίοις εὐχειρωτότατον (f. L. ist εὐχειρότατον) Oec. 8, 4, wie Cyr. 1, 6, 36; τοὺς Ἕλληνας ποιεῖν εὐχειρώτους Pol. 5, 104, 5; a. Sp., wie Plut. Crass. 21. Auch εὐχειρότερος bei D. Cass. 36, 7 ist richtig in εὐχειρωτότερος geändert.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à prendre, à soumettre;<br /><i>Sp.</i> εὐχειρωτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χειρόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐχείρωτος''': -ον, ([[χειρόω]]) ὁ ῥᾳδίως χειρούμενος, καταβαλλόμενος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 452, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 4. - Ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 36. Οἰκ. 8, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 7, κτλ., ὑπάρχει Ὑπερθ. εὐχειρότατος ἀντὶ εὐχειρωτότατος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. σ. 38.
|lstext='''εὐχείρωτος''': -ον, ([[χειρόω]]) ὁ ῥᾳδίως χειρούμενος, καταβαλλόμενος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 452, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 4. - Ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 36. Οἰκ. 8, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 7, κτλ., ὑπάρχει Ὑπερθ. εὐχειρότατος ἀντὶ εὐχειρωτότατος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. σ. 38.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à prendre, à soumettre;<br /><i>Sp.</i> εὐχειρωτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χειρόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml