Anonymous

κάθαρμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1281.png Seite 1281]] τό, der beim Reinigen abgenommene. weggeworfene Schmutz, Kehricht, -Auswurf, Ammon. τὰ μετὰ τὸ καθαρθῆνσι ἀποῤῥιπτούμενα, vgl. Poll. 5, 163; καθάρμαθ' ὥς τις ἐκπέμψας Aesch. Ch. 96; πόντια, δόλια, Eur. Herc. Fur. 225 I. T. 1316. – Bei Reinigungs- od. Sühnopfern das Opferthier, auf das die Schuld geladen u. welches dann als unrein weggeworfen wurde, der Sündenbock, Suid. u. Schol. Ar. Plut. 454 Ach. 44. – Ein verworfener Mensch, Auswurf der menschlichen Gesellschaft, γρύζειν δὲ καὶ τολμᾶτον, ὦ καθάρματε Ar. Plut. 454; τοὺς μὲν πτωχούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δ ' οὐδὲν ὑπολαμβάνων εἶναι Dem. 21, 185, vgl. 198; Din. 1, 16; Ath. XV, 697 e; Plut. Sull. 33; ἐξονειδίζει ἀνδράποδα καὶ καθάρματα ἡμᾶς ἀποκαλῶν Luc. D. Mort. 2, 1; N. T. – Ar. Ach. 44 πάριθ', ὡς ἂν ἐντὸς ἦτε τοῦ καθάρματος, wahrscheinlich der durch Opfer gereinigte, geweihte Platz. Vgl. [[καθάρσιος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1281.png Seite 1281]] τό, der beim Reinigen abgenommene. weggeworfene Schmutz, Kehricht, -Auswurf, Ammon. τὰ μετὰ τὸ καθαρθῆνσι ἀποῤῥιπτούμενα, vgl. Poll. 5, 163; καθάρμαθ' ὥς τις ἐκπέμψας Aesch. Ch. 96; πόντια, δόλια, Eur. Herc. Fur. 225 I. T. 1316. – Bei Reinigungs- od. Sühnopfern das Opferthier, auf das die Schuld geladen u. welches dann als unrein weggeworfen wurde, der Sündenbock, Suid. u. Schol. Ar. Plut. 454 Ach. 44. – Ein verworfener Mensch, Auswurf der menschlichen Gesellschaft, γρύζειν δὲ καὶ τολμᾶτον, ὦ καθάρματε Ar. Plut. 454; τοὺς μὲν πτωχούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δ ' οὐδὲν ὑπολαμβάνων εἶναι Dem. 21, 185, vgl. 198; Din. 1, 16; Ath. XV, 697 e; Plut. Sull. 33; ἐξονειδίζει ἀνδράποδα καὶ καθάρματα ἡμᾶς ἀποκαλῶν Luc. D. Mort. 2, 1; N. T. – Ar. Ach. 44 πάριθ', ὡς ἂν ἐντὸς ἦτε τοῦ καθάρματος, wahrscheinlich der durch Opfer gereinigte, geweihte Platz. Vgl. [[καθάρσιος]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> l'objet employé dans les lustrations et représentant symboliquement la souillure dont on voulait se purifier ; on le lançait derrière soi en détournant les yeux;<br /><b>2</b> misérable servant de victime expiatoire.<br />'''Étymologie:''' [[καθαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάθαρμα''': τό, ([[καθαίρω]]) ὅ,τι ἀπορρίπτεται κατὰ τὴν κάθαρσιν ἢ τὸν καθαρμόν· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἀκαθαρσίαι τῶν θυμάτων, Αἰσχύλ. Χο. 98· - ἡ [[ἀκαθαρσία]] ἥτις ἀπομένει μετὰ τὴν τῆξιν μεταλλούχου οὐσίας, [[σκωρία]], Στραβ. 146C.<br /> 2) μεταφ., ἐπί ἀναξίων καὶ μηδαμινῶν ἀνθρώπων, πρόστυχος, ἀπερριμμένος, [[ἀπόβλητος]], [[σκύβαλον]] τῆς κοινωνίας, Ἀριστοφ. Πλ. 454· αἱρούμενοι καθάρματα στρατηγοὺς Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 15· τοὺς μὲν ἐχθρούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δὲ οὐδὲν ὑπολαμβάνων [[εἶναι]] Δημ. 578. 19, πρβλ. 269. 26, 578. 20, Αἰσχίν. 84. 15. - Ἦτο [[συνήθεια]] ἐν Ἀθήναις νὰ τρέφωσι [[δημοσίᾳ]] φαύλους τινὰς καὶ [[λίαν]] ἀγενεῖς καὶ ἀχρήστους ἀνθρώπους, οὕς ὅτε ἐπήρχετο εἰς τὴν πόλιν [[συμφορά]] τις, ὡς π.χ. λοιμὸς ἢ τοιοῦτόν τι, προσέφερον ὡς θυσίαν ῥίπτοντες εἰς τὴν θάλασσαν καὶ λέγοντες: [[περίψημα]] ἡμῶν γενοῦ, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι [[οὕτως]] ἐκαθαρίζετο ἡ [[πόλις]] ἐκ τοῦ ἄγους· οἱ τοιοῦτοι δὲ ἐκαλοῦντο καθάρματα, περικαθάρματα, περιψήματα, φαρμακοί, δημόσιοι· ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ εἰς Ἱππ. 1133.<br />ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = [[κάθαρσις]], [[καθαρισμός]], ἐξάγνισις, Εὐρ. Ι. Τ. 1316· ποντίων καθαρμάτων … [[ἀμοιβάς]], ὡς ἀμοιβὴν διὰ τὴν κάθαρσιν τῆς θαλάσσης (ἐκ τῶν πειρατῶν), ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 225. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 44, ἐντὸς καθάρματος σημαίνει ἐντὸς τοῦ κεκαθαρμένου ἐδάφους, ἴδε Λεξικ. Ἀρχ.
|lstext='''κάθαρμα''': τό, ([[καθαίρω]]) ὅ,τι ἀπορρίπτεται κατὰ τὴν κάθαρσιν ἢ τὸν καθαρμόν· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἀκαθαρσίαι τῶν θυμάτων, Αἰσχύλ. Χο. 98· - ἡ [[ἀκαθαρσία]] ἥτις ἀπομένει μετὰ τὴν τῆξιν μεταλλούχου οὐσίας, [[σκωρία]], Στραβ. 146C.<br /> 2) μεταφ., ἐπί ἀναξίων καὶ μηδαμινῶν ἀνθρώπων, πρόστυχος, ἀπερριμμένος, [[ἀπόβλητος]], [[σκύβαλον]] τῆς κοινωνίας, Ἀριστοφ. Πλ. 454· αἱρούμενοι καθάρματα στρατηγοὺς Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 15· τοὺς μὲν ἐχθρούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δὲ οὐδὲν ὑπολαμβάνων [[εἶναι]] Δημ. 578. 19, πρβλ. 269. 26, 578. 20, Αἰσχίν. 84. 15. - Ἦτο [[συνήθεια]] ἐν Ἀθήναις νὰ τρέφωσι [[δημοσίᾳ]] φαύλους τινὰς καὶ [[λίαν]] ἀγενεῖς καὶ ἀχρήστους ἀνθρώπους, οὕς ὅτε ἐπήρχετο εἰς τὴν πόλιν [[συμφορά]] τις, ὡς π.χ. λοιμὸς ἢ τοιοῦτόν τι, προσέφερον ὡς θυσίαν ῥίπτοντες εἰς τὴν θάλασσαν καὶ λέγοντες: [[περίψημα]] ἡμῶν γενοῦ, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι [[οὕτως]] ἐκαθαρίζετο ἡ [[πόλις]] ἐκ τοῦ ἄγους· οἱ τοιοῦτοι δὲ ἐκαλοῦντο καθάρματα, περικαθάρματα, περιψήματα, φαρμακοί, δημόσιοι· ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ εἰς Ἱππ. 1133.<br />ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = [[κάθαρσις]], [[καθαρισμός]], ἐξάγνισις, Εὐρ. Ι. Τ. 1316· ποντίων καθαρμάτων … [[ἀμοιβάς]], ὡς ἀμοιβὴν διὰ τὴν κάθαρσιν τῆς θαλάσσης (ἐκ τῶν πειρατῶν), ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 225. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 44, ἐντὸς καθάρματος σημαίνει ἐντὸς τοῦ κεκαθαρμένου ἐδάφους, ἴδε Λεξικ. Ἀρχ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> l'objet employé dans les lustrations et représentant symboliquement la souillure dont on voulait se purifier ; on le lançait derrière soi en détournant les yeux;<br /><b>2</b> misérable servant de victime expiatoire.<br />'''Étymologie:''' [[καθαίρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml