Anonymous

Κένταυρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=*ke/ntauros
|Beta Code=*ke/ntauros
|Definition=ὁ (in Luc.Zeux.4 also ἡ), [[Centaur]]:<br><span class="bld">I</span> in Ep., a [[savage]] [[race]], dwelling between [[Pelion]] and [[Ossa]], Il.11.832, Od.21.295 sq. (opp. [[ἄνδρες]], ib.303), Hes.Sc.184, h.Merc.224 (perhaps in signf. ''ΙΙ''), Batr.171: hence, [[brigand]]s, Hsch.<br><span class="bld">II</span> later, [[monster]]s of [[double]] [[shape]], [[half-man and half-horse]], Pi.P.2.44, etc., cf. Arist. Insomn.461b20, D.S.4.69: [[proverb|prov.]], [[οὐ παρὰ Κενταύροισι]] '[[we don't live in fairyland]]', Telecl.45.<br><span class="bld">III</span> the [[constellation]] [[Centaurus]], Eudox. ap.Hipparch.1.2.20.<br><span class="bld">IV</span> = [[παιδεραστής]], from the [[brutal]] [[sensuality]] ascribed to the [[Centaur]]s, Hsch.<br><span class="bld">2</span> the [[pudenda]], Theopomp.Com.89.
|Definition=ὁ (in Luc.Zeux.4 also ἡ), [[Centaur]]:<br><span class="bld">I</span> in Ep., a [[savage]] [[race]], dwelling between [[Pelion]] and [[Ossa]], Il.11.832, Od.21.295 sq. (opp. [[ἄνδρες]], ib.303), Hes.Sc.184, h.Merc.224 (perhaps in signf. ''ΙΙ''), Batr.171: hence, [[brigand]]s, Hsch.<br><span class="bld">II</span> later, [[monster]]s of [[double]] [[shape]], [[half-man and half-horse]], Pi.P.2.44, etc., cf. Arist. Insomn.461b20, D.S.4.69: [[proverb|prov.]], [[οὐ παρὰ Κενταύροισι]] '[[we don't live in fairyland]]', Telecl.45.<br><span class="bld">III</span> the [[constellation]] [[Centaurus]], Eudox. ap.Hipparch.1.2.20.<br><span class="bld">IV</span> = [[παιδεραστής]], from the [[brutal]] [[sensuality]] ascribed to the [[Centaur]]s, Hsch.<br><span class="bld">2</span> the [[pudenda]], Theopomp.Com.89.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[οἱ]] Κένταυροι les Centaures, <i>peuple de Thessalie</i>;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> centaure, monstre moitié homme, moitié cheval;<br /><b>3</b> <i>pudenda</i> Théop..<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Κένταυρος''': ὁ, (ἐν Λουκ. Ζεύξιδι 4, [[ὡσαύτως]], ἡ). Ι. παρ’ Ὁμ. οἱ Κένταυροι [[εἶναι]] φυλὴ ἀγρία κατοικοῦσα μεταξὺ Πηλίου καὶ Ὄσσης, ἐξολοθρευθεῖσα ἔν τινι πολέμῳ πρὸς τοὺς γείτονας Λαπίθας, Ἰλ. Λ. 832, Ὀδ. Φ. 295, κἑξ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 184, Διόδ. 4. 70· πρβλ. Φήρ. ΙΙ. παρὰ Πινδ. Π. 2. 82, κἑξ., καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς παρίστανται ὡς τέρατα διφυῆ, κατὰ τὸ ἥμισυ ἄνθρωποι καὶ κατὰ τὸ ἥμισυ ἵπποι· [[ὡσαύτως]] [[ἱπποκένταυρος]], ὃ ἴδε· κοινῶς καλοῦνται υἱοὶ τοῦ Ἰξίονος καὶ τῆς Νεφέλης, Διόδ. 4. 69· ([[ἐντεῦθεν]] nubigenae, Οὐεργ. Αἰν. 7. 674)· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. φαίνεται ἀποδίδων τὴν πρὸς τὴν νεφέλην σχέσιν αὐτῶν εἰς τὴν φανταστικὴν αὐτῶν μορφήν, π. Ἐνυπνίων 3. 11· εὐφυέστατα ἑρμηνεύει ὁ Πλούτ. Διὰ τούτων τοὺς φιλοδόξους ἐν Ἄγ. 1. Ἡ μορφὴ φαίνεται οὖσα μυθικὴ [[παράστασις]] τῆς ἱππικῆς τέχνης. ΙΙΙ. = [[παιδεραστής]], ἐκ τῆς κτηνώδους σαρκικῆς διαθέσεως ἥτις τοῖς Κενταύροις ἀπεδίδετο, Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] καί, 2) τὰ αἰδοῖα, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 14. (Κοινῶς νομίζεται σύνθετον ἐκ τοῦ [[κεντέω]], καὶ [[ταῦρος]], [[ἐπειδὴ]] ἦσαν ἔφιπποι βουκόλοι, ἴδε Serv. Ουεργ. Γεωρ. 3. 115· ἀλλὰ [[τότε]] τὸ σύνθετον ἔδει νὰ ᾖ Ταυροκέντης· καὶ [[ἀξία]] προσοχῆς [[εἶναι]] ἡ [[εἰκασία]] τοῦ Grashof,- ὅτι τὸ -αυρος [[εἶναι]] [[κατάληξις]] ὡς ἐν τοῖς [[θησαυρός]], [[λάσταυρος]], [[ὥστε]] [[Κένταυρος]] θὰ ἐσήμαινεν [[ἁπλῶς]] τὸν κεντοῦντα, τὸν αἰχμητήν).
|lstext='''Κένταυρος''': ὁ, (ἐν Λουκ. Ζεύξιδι 4, [[ὡσαύτως]], ἡ). Ι. παρ’ Ὁμ. οἱ Κένταυροι [[εἶναι]] φυλὴ ἀγρία κατοικοῦσα μεταξὺ Πηλίου καὶ Ὄσσης, ἐξολοθρευθεῖσα ἔν τινι πολέμῳ πρὸς τοὺς γείτονας Λαπίθας, Ἰλ. Λ. 832, Ὀδ. Φ. 295, κἑξ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 184, Διόδ. 4. 70· πρβλ. Φήρ. ΙΙ. παρὰ Πινδ. Π. 2. 82, κἑξ., καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς παρίστανται ὡς τέρατα διφυῆ, κατὰ τὸ ἥμισυ ἄνθρωποι καὶ κατὰ τὸ ἥμισυ ἵπποι· [[ὡσαύτως]] [[ἱπποκένταυρος]], ὃ ἴδε· κοινῶς καλοῦνται υἱοὶ τοῦ Ἰξίονος καὶ τῆς Νεφέλης, Διόδ. 4. 69· ([[ἐντεῦθεν]] nubigenae, Οὐεργ. Αἰν. 7. 674)· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. φαίνεται ἀποδίδων τὴν πρὸς τὴν νεφέλην σχέσιν αὐτῶν εἰς τὴν φανταστικὴν αὐτῶν μορφήν, π. Ἐνυπνίων 3. 11· εὐφυέστατα ἑρμηνεύει ὁ Πλούτ. Διὰ τούτων τοὺς φιλοδόξους ἐν Ἄγ. 1. Ἡ μορφὴ φαίνεται οὖσα μυθικὴ [[παράστασις]] τῆς ἱππικῆς τέχνης. ΙΙΙ. = [[παιδεραστής]], ἐκ τῆς κτηνώδους σαρκικῆς διαθέσεως ἥτις τοῖς Κενταύροις ἀπεδίδετο, Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] καί, 2) τὰ αἰδοῖα, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 14. (Κοινῶς νομίζεται σύνθετον ἐκ τοῦ [[κεντέω]], καὶ [[ταῦρος]], [[ἐπειδὴ]] ἦσαν ἔφιπποι βουκόλοι, ἴδε Serv. Ουεργ. Γεωρ. 3. 115· ἀλλὰ [[τότε]] τὸ σύνθετον ἔδει νὰ ᾖ Ταυροκέντης· καὶ [[ἀξία]] προσοχῆς [[εἶναι]] ἡ [[εἰκασία]] τοῦ Grashof,- ὅτι τὸ -αυρος [[εἶναι]] [[κατάληξις]] ὡς ἐν τοῖς [[θησαυρός]], [[λάσταυρος]], [[ὥστε]] [[Κένταυρος]] θὰ ἐσήμαινεν [[ἁπλῶς]] τὸν κεντοῦντα, τὸν αἰχμητήν).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[οἱ]] Κένταυροι les Centaures, <i>peuple de Thessalie</i>;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> centaure, monstre moitié homme, moitié cheval;<br /><b>3</b> <i>pudenda</i> Théop..<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth