Anonymous

βάζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0423.png Seite 423]] (fut. βάξω, vgl. [[ἐκβάζω]]), [[reden]], [[sprechen]]; in gutem Sinne, Hom. Odyss. 11, 511 ὅτε φραζοίμεθα βουλάς, αἰεὶ [[πρῶτος]] ἔβαζε καὶ οὐχ ἡμάρτανε μύθων· [[Νέστωρ]] [[ἀντίθεος]] καὶ ἐγὼ νικάσκομεν οἴω; gew. mit tadelndem Nebenbegriff, [[schwatzen]]; Hom. oft, ἄρτια Od. 8, 240; ἀνεμώλια 11, 464; ἀπατήλια 14, 127; νήπια Pind. frg. 128; ἐλεύθερα Aesch. Pers. 585; – τινά τι Il. 16, 207; εἴ [[τίς]] σε μάταια βάζει Eur. Hipp. 119; vgl. Rhes. 719; τινίτι Hes. O. 184; καθεύδουσιν [[μάτην]] ἄκραντα [[βάζω]] Aesch. Ch. 869; ἐπί τινι Spt. 465; [[ὄργια]] Διονύσῳ, beten, Ep. ad. 471 (App. 238). Außer praes. u. impf. bei Hom. auch perf. pass., [[ἔπος]] βέβακται, ein Wort ist gesprochen, Od. 8, 408, Scholl. πεφλυάρηται.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0423.png Seite 423]] (fut. βάξω, vgl. [[ἐκβάζω]]), [[reden]], [[sprechen]]; in gutem Sinne, Hom. Odyss. 11, 511 ὅτε φραζοίμεθα βουλάς, αἰεὶ [[πρῶτος]] ἔβαζε καὶ οὐχ ἡμάρτανε μύθων· [[Νέστωρ]] [[ἀντίθεος]] καὶ ἐγὼ νικάσκομεν οἴω; gew. mit tadelndem Nebenbegriff, [[schwatzen]]; Hom. oft, ἄρτια Od. 8, 240; ἀνεμώλια 11, 464; ἀπατήλια 14, 127; νήπια Pind. frg. 128; ἐλεύθερα Aesch. Pers. 585; – τινά τι Il. 16, 207; εἴ [[τίς]] σε μάταια βάζει Eur. Hipp. 119; vgl. Rhes. 719; τινίτι Hes. O. 184; καθεύδουσιν [[μάτην]] ἄκραντα [[βάζω]] Aesch. Ch. 869; ἐπί τινι Spt. 465; [[ὄργια]] Διονύσῳ, beten, Ep. ad. 471 (App. 238). Außer praes. u. impf. bei Hom. auch perf. pass., [[ἔπος]] βέβακται, ein Wort ist gesprochen, Od. 8, 408, Scholl. πεφλυάρηται.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et pf.</i><br />parler, dire, acc. ; [[εὖ]] β. OD dire de bonnes paroles ; β. τινά [[τι]] IL <i>ou</i> τινί [[τι]] ESCHL dire qch à qqn ; ὑπέραυχα β. [[ἐπί]] τινι ESCHL adresser à qqn des paroles hautaines ; <i>Pass.</i> [[ἔπος]] [[βέβακται]] OD une parole a été prononcée.<br />'''Étymologie:''' R. Βαγ, parler.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βάζω''': ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει πρὸ πάντων κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ.· παθ. πρκμ. (ἴδε κατωτ.)· πρβλ. [[βαβάζω]]· - ὁμιλῶ, [[λέγω]], Ὅμ.., [[ὅστις]] [[συχνάκις]] σχηματίζει φράσεις: ἄρτια βάζειν, ὡς ἐν Ἰλ. Ξ. 92· ἀνεμώλια βάζειν Ὀδ. Δ. 837· πεπνυμένα βάζεις Ἰλ. Ι. 58· οἵτ᾿ (Βεκκ. οἵ τ᾿) εὖ μὲν βάζουσι, κακῶς δ᾿ [[ὄπισθεν]] φρονέουσιν Ὀδ. Σ. 167· βάζειν τινά τι, [[λέγω]] τι εἴς τινα, Ἰλ. Π. 207, Εὐρ. Ἱππ. 119· πολλὰ κακῶς β. τινὰ ὁ αὐτ. Ρήσ. 719· [[ὡσαύτως]], τινί τι Αἰσχύλ. Χο. 882· [[ὡσαύτως]] μ. δοτ. τρόπου, χαλεποῖς βάζειν ἐπέεσι, προσφωνῶ, ὁμιλῶ μὲ λόγους τραχεῖς, Ἡσ. Ἔρ. κ. Ἡμ. 184· κακοῖσι β. πολλά Τυδέως βίαν Αἰσχύλ. Θήβ. 571· ὑπέραυχα β. ἐπί τινι [[αὐτόθι]] 483: - Παθ., [[ἔπος]] ... βέβακται, [[λόγος]] τις ἔχει λαληθῆ (οἱ σχολ. = πεφλυάρηται), Ὀδ. Θ. 408. (Ἐκ τῆς √ΒΑΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν βέβαγμαι, βάξις· [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[βαβάζω]]).
|lstext='''βάζω''': ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει πρὸ πάντων κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ.· παθ. πρκμ. (ἴδε κατωτ.)· πρβλ. [[βαβάζω]]· - ὁμιλῶ, [[λέγω]], Ὅμ.., [[ὅστις]] [[συχνάκις]] σχηματίζει φράσεις: ἄρτια βάζειν, ὡς ἐν Ἰλ. Ξ. 92· ἀνεμώλια βάζειν Ὀδ. Δ. 837· πεπνυμένα βάζεις Ἰλ. Ι. 58· οἵτ᾿ (Βεκκ. οἵ τ᾿) εὖ μὲν βάζουσι, κακῶς δ᾿ [[ὄπισθεν]] φρονέουσιν Ὀδ. Σ. 167· βάζειν τινά τι, [[λέγω]] τι εἴς τινα, Ἰλ. Π. 207, Εὐρ. Ἱππ. 119· πολλὰ κακῶς β. τινὰ ὁ αὐτ. Ρήσ. 719· [[ὡσαύτως]], τινί τι Αἰσχύλ. Χο. 882· [[ὡσαύτως]] μ. δοτ. τρόπου, χαλεποῖς βάζειν ἐπέεσι, προσφωνῶ, ὁμιλῶ μὲ λόγους τραχεῖς, Ἡσ. Ἔρ. κ. Ἡμ. 184· κακοῖσι β. πολλά Τυδέως βίαν Αἰσχύλ. Θήβ. 571· ὑπέραυχα β. ἐπί τινι [[αὐτόθι]] 483: - Παθ., [[ἔπος]] ... βέβακται, [[λόγος]] τις ἔχει λαληθῆ (οἱ σχολ. = πεφλυάρηται), Ὀδ. Θ. 408. (Ἐκ τῆς √ΒΑΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν βέβαγμαι, βάξις· [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[βαβάζω]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et pf.</i><br />parler, dire, acc. ; [[εὖ]] β. OD dire de bonnes paroles ; β. τινά [[τι]] IL <i>ou</i> τινί [[τι]] ESCHL dire qch à qqn ; ὑπέραυχα β. [[ἐπί]] τινι ESCHL adresser à qqn des paroles hautaines ; <i>Pass.</i> [[ἔπος]] [[βέβακται]] OD une parole a été prononcée.<br />'''Étymologie:''' R. Βαγ, parler.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth