3,273,446
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] unnützes Zeug schwatzen, plappern, stammverwandt mit [[βατταρίζω]], N. T. u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] unnützes Zeug schwatzen, plappern, stammverwandt mit [[βατταρίζω]], N. T. u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />bredouiller, dire toujours la même chose ; bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[Βάττος]], [[λέγω]]³. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαττολογέω''': [[βατταρίζω]], ὁμιλῶ τραυλίζων, [[ἐπαναλαμβάνω]] τὸ αὐτὸ [[πολλάκις]] (ὡς ποιοῦσιν οἱ ἔχοντες δυσκολίαν περὶ τὴν γλῶσσαν), Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 7, Σιμπλίκ. π. Ἐπίκτ. 340· - ῥηματ. ἐπίθ., -λογητέον, Ἐκκλ.· - [[ἐντεῦθεν]] βαττολογία, ἡ, = βατταρισμός, [[ματαιολογία]], [[φλυαρία]], Ἐκκλ., οἵτινες [[ὡσαύτως]] μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν βαττολόγημα, τό, καὶ βαττολόγος, ὁ, ἡ. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] τὸ κύριον [[ὄνομα]] Βάττος, [[ὅπερ]] φαίνεται ὡς ὀνοματοπ. ἀπό τινος τραυλίζοντος, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 155· περὶ τῆς παροιμίας τὸ Βάττου [[σίλφιον]], ἴδε [[σίλφιον]]). | |lstext='''βαττολογέω''': [[βατταρίζω]], ὁμιλῶ τραυλίζων, [[ἐπαναλαμβάνω]] τὸ αὐτὸ [[πολλάκις]] (ὡς ποιοῦσιν οἱ ἔχοντες δυσκολίαν περὶ τὴν γλῶσσαν), Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 7, Σιμπλίκ. π. Ἐπίκτ. 340· - ῥηματ. ἐπίθ., -λογητέον, Ἐκκλ.· - [[ἐντεῦθεν]] βαττολογία, ἡ, = βατταρισμός, [[ματαιολογία]], [[φλυαρία]], Ἐκκλ., οἵτινες [[ὡσαύτως]] μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν βαττολόγημα, τό, καὶ βαττολόγος, ὁ, ἡ. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] τὸ κύριον [[ὄνομα]] Βάττος, [[ὅπερ]] φαίνεται ὡς ὀνοματοπ. ἀπό τινος τραυλίζοντος, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 155· περὶ τῆς παροιμίας τὸ Βάττου [[σίλφιον]], ἴδε [[σίλφιον]]). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |