Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐχάριστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1108.png Seite 1108]] 1) anmuthig, angenehm; λόγοι εὐχαριστότατοι Xen. Cyr. 2, 2, 1; Folgde; [[ὅπως]] ὡς εὐχαριστότατον ᾖ τὸ [[συμπόσιον]] τοῖς συνοῦσιν Plut. Aem. Paul. 28; – τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden, Her. 1, 32. – 2) dankbar, πάντων τῶν ζῴων τὸν ἄνθρωπον εἶναι εὐχαριστότατον Xen. Cyr. 8, 3, 49; Plut. u. a. Sp.; εὐχαρίστως διακεῖσθαι [[πρός]] τινα D. Sic. 1, 90. – 3) wohlthätig, D. Sic. 18, 28; N. T; neben [[φιλόδωρος]] Poll. 5, 140.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1108.png Seite 1108]] 1) anmuthig, angenehm; λόγοι εὐχαριστότατοι Xen. Cyr. 2, 2, 1; Folgde; [[ὅπως]] ὡς εὐχαριστότατον ᾖ τὸ [[συμπόσιον]] τοῖς συνοῦσιν Plut. Aem. Paul. 28; – τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden, Her. 1, 32. – 2) dankbar, πάντων τῶν ζῴων τὸν ἄνθρωπον εἶναι εὐχαριστότατον Xen. Cyr. 8, 3, 49; Plut. u. a. Sp.; εὐχαρίστως διακεῖσθαι [[πρός]] τινα D. Sic. 1, 90. – 3) wohlthätig, D. Sic. 18, 28; N. T; neben [[φιλόδωρος]] Poll. 5, 140.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> agréable;<br /><b>2</b> reconnaissant;<br /><i>Cp.</i> εὐχαριστότερος, <i>Sp.</i> εὐχαριστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χαρίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐχάριστος''': -ον, ([[χάρις]], [[χαρίζομαι]]) = [[εὔχαρις]], ὡς καὶ νῦν, [[πλήρης]] χάριτος, [[θελκτικός]], Ξεν. Οἰκ. 5. 10· ἐπὶ πραγμάτων, [[εὐάρεστος]], [[γλαφυρός]], λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 1. - Ἐπίρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως Ἡρόδ. 1. 32. ΙΙ. [[εὐγνώμων]], Λατ. gratus, [[αὐτόθι]] 90, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 49. - Ἐπίρρ., εὐχαρίστως διακεῖσθαι [[πρός]] τινα Διόδ. 1. 90. ΙΙΙ. [[ἀγαθοεργός]], εὐεργετικὴ [[διάθεσις]], τὸ τῆς ψυχῆς εὐχάριστον ὁ αὐτ. 18. 28.
|lstext='''εὐχάριστος''': -ον, ([[χάρις]], [[χαρίζομαι]]) = [[εὔχαρις]], ὡς καὶ νῦν, [[πλήρης]] χάριτος, [[θελκτικός]], Ξεν. Οἰκ. 5. 10· ἐπὶ πραγμάτων, [[εὐάρεστος]], [[γλαφυρός]], λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 1. - Ἐπίρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως Ἡρόδ. 1. 32. ΙΙ. [[εὐγνώμων]], Λατ. gratus, [[αὐτόθι]] 90, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 49. - Ἐπίρρ., εὐχαρίστως διακεῖσθαι [[πρός]] τινα Διόδ. 1. 90. ΙΙΙ. [[ἀγαθοεργός]], εὐεργετικὴ [[διάθεσις]], τὸ τῆς ψυχῆς εὐχάριστον ὁ αὐτ. 18. 28.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> agréable;<br /><b>2</b> reconnaissant;<br /><i>Cp.</i> εὐχαριστότερος, <i>Sp.</i> εὐχαριστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χαρίζομαι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR