3,270,470
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> διεβεβαιωσάμην;<br />affirmer fortement, confirmer, assurer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], βεβαιόομαι. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαβεβαιόομαι''': ἀποθ. [[διισχυρίζομαι]], ἰσχυρῶς καὶ ἐπιμόνως βεβαιῶ, Δημ. 220. 4· οἱ πρεσβύτεροι δ. οὐδὲν Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 1· δ. γεγονέναι τι Διόδ. 13. 90, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 39·- [[λέγω]] θετικῶς, διαβεβαιώνω, [[περί]] τινος Πολύβ. 12. 12, 6, Σεξτ. ἐμπ. Π. 1. 191. | |lstext='''διαβεβαιόομαι''': ἀποθ. [[διισχυρίζομαι]], ἰσχυρῶς καὶ ἐπιμόνως βεβαιῶ, Δημ. 220. 4· οἱ πρεσβύτεροι δ. οὐδὲν Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 1· δ. γεγονέναι τι Διόδ. 13. 90, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 39·- [[λέγω]] θετικῶς, διαβεβαιώνω, [[περί]] τινος Πολύβ. 12. 12, 6, Σεξτ. ἐμπ. Π. 1. 191. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |