Anonymous

διαβεβαιόομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> διεβεβαιωσάμην;<br />affirmer fortement, confirmer, assurer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], βεβαιόομαι.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβεβαιόομαι''': ἀποθ. [[διισχυρίζομαι]], ἰσχυρῶς καὶ ἐπιμόνως βεβαιῶ, Δημ. 220. 4· οἱ πρεσβύτεροι δ. οὐδὲν Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 1· δ. γεγονέναι τι Διόδ. 13. 90, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 39·- [[λέγω]] θετικῶς, διαβεβαιώνω, [[περί]] τινος Πολύβ. 12. 12, 6, Σεξτ. ἐμπ. Π. 1. 191.
|lstext='''διαβεβαιόομαι''': ἀποθ. [[διισχυρίζομαι]], ἰσχυρῶς καὶ ἐπιμόνως βεβαιῶ, Δημ. 220. 4· οἱ πρεσβύτεροι δ. οὐδὲν Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 1· δ. γεγονέναι τι Διόδ. 13. 90, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 39·- [[λέγω]] θετικῶς, διαβεβαιώνω, [[περί]] τινος Πολύβ. 12. 12, 6, Σεξτ. ἐμπ. Π. 1. 191.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> διεβεβαιωσάμην;<br />affirmer fortement, confirmer, assurer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], βεβαιόομαι.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR