Anonymous

δυσωπία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0692.png Seite 692]] ἡ, (übertriebene) Schamhaftigkeit, s. Plut. περὶ δ., de vitioso pudore.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0692.png Seite 692]] ἡ, (übertriebene) Schamhaftigkeit, s. Plut. περὶ δ., de vitioso pudore.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />trouble du visage ; fausse honte.<br />'''Étymologie:''' [[δυσωπέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσωπία''': ἡ, καταισχύνη, ἐντρόπιασμα, ὑπερβολική [[αἰδώς]], ὡς γὰρ τὴν κατήφειαν ὁρίζονται λύπην [[κάτω]] βλέπειν ποιοῦσαν, οὕτω τὴν αἰσχυντηλίαν [[μέχρι]] τοῦ μηδ' ἀντιβλέπειν τοῖς δεομένοις ὑπείκουσαν δυσωπίαν ὠνόμασαν Πλούτ. 2. 95Β·- [[αἰτία]] ἐντροπῆς, [[αὐτόθι]] 707D.
|lstext='''δυσωπία''': ἡ, καταισχύνη, ἐντρόπιασμα, ὑπερβολική [[αἰδώς]], ὡς γὰρ τὴν κατήφειαν ὁρίζονται λύπην [[κάτω]] βλέπειν ποιοῦσαν, οὕτω τὴν αἰσχυντηλίαν [[μέχρι]] τοῦ μηδ' ἀντιβλέπειν τοῖς δεομένοις ὑπείκουσαν δυσωπίαν ὠνόμασαν Πλούτ. 2. 95Β·- [[αἰτία]] ἐντροπῆς, [[αὐτόθι]] 707D.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />trouble du visage ; fausse honte.<br />'''Étymologie:''' [[δυσωπέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml