Anonymous

εἷμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0730.png Seite 730]] τό ([[ἕννυμι]]), der Anzug, das Kleid, Gewand; Hom. εἵματα ἕσσεν u. mit hinzugefügter näherer Bestimmung πὰρ δ' ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ' ἔθηκαν, das Ober- u. Untergewand, Od. 6, 214. 10, 542; Pind. P. 4, 232; Theocr. 21, 13 u. oft; Her. 1, 10. Auch = Decke, Teppich, Aesch. Ag. 895. 934.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0730.png Seite 730]] τό ([[ἕννυμι]]), der Anzug, das Kleid, Gewand; Hom. εἵματα ἕσσεν u. mit hinzugefügter näherer Bestimmung πὰρ δ' ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ' ἔθηκαν, das Ober- u. Untergewand, Od. 6, 214. 10, 542; Pind. P. 4, 232; Theocr. 21, 13 u. oft; Her. 1, 10. Auch = Decke, Teppich, Aesch. Ag. 895. 934.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> vêtement <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>postér.</i> vêtement de dessus, manteau (<i>cf</i>. [[ἱμάτιον]]);<br /><b>3</b> couverture.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝες, vêtir ; v. [[ἕννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἷμα''': τό, ([[ἕννυμι]]) [[ἔνδυμα]], [[ἱμάτιον]]· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] συχνή, ὁτὲ μὲν μόνη μετὰ τῆς γενικῆς σημασίας τοῦ ἐνδύματος, ὁτὲ δὲ μετὰ τῶν προσδιορισμῶν, [[φᾶρος]], [[χλαῖνα]] καὶ [[χιτών]], ὡς: πὰρ δ’ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ’ ἔθηκαν Ὀδ. Ζ. 214· ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν Κ. 542· παρ’ Ἡροδ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, [[ἐπανωφόριον]], ὡς τὸ [[ἱμάτιον]], 1. 155., 2. 81, Αἰσχύλ. Χο. 81, Σοφ. Ο. Τ. 1268. ΙΙ. βραδύτερον, [[σκέπασμα]], [[τάπης]], [[στρῶμα]], [[περίστρωμα]], ὡς τὸ [[φᾶρος]], μηδ’ εἵμασι στρώσασ’ ἐπίφθονον πόρον τίθει Αἰσχύλ. Ἀγ. 921. 963· ὑφ’ εἵματος κρυφεὶς πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι ναυτίλων Σοφ. Αἴ. 1145.
|lstext='''εἷμα''': τό, ([[ἕννυμι]]) [[ἔνδυμα]], [[ἱμάτιον]]· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] συχνή, ὁτὲ μὲν μόνη μετὰ τῆς γενικῆς σημασίας τοῦ ἐνδύματος, ὁτὲ δὲ μετὰ τῶν προσδιορισμῶν, [[φᾶρος]], [[χλαῖνα]] καὶ [[χιτών]], ὡς: πὰρ δ’ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ’ ἔθηκαν Ὀδ. Ζ. 214· ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν Κ. 542· παρ’ Ἡροδ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, [[ἐπανωφόριον]], ὡς τὸ [[ἱμάτιον]], 1. 155., 2. 81, Αἰσχύλ. Χο. 81, Σοφ. Ο. Τ. 1268. ΙΙ. βραδύτερον, [[σκέπασμα]], [[τάπης]], [[στρῶμα]], [[περίστρωμα]], ὡς τὸ [[φᾶρος]], μηδ’ εἵμασι στρώσασ’ ἐπίφθονον πόρον τίθει Αἰσχύλ. Ἀγ. 921. 963· ὑφ’ εἵματος κρυφεὶς πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι ναυτίλων Σοφ. Αἴ. 1145.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> vêtement <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>postér.</i> vêtement de dessus, manteau (<i>cf</i>. [[ἱμάτιον]]);<br /><b>3</b> couverture.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝες, vêtir ; v. [[ἕννυμι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth