Anonymous

διερῶ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[διαλέγω]].
|dgtxt=v. [[διαλέγω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>fut. de</i> [[διείρω]] <i>et de</i> *διέρω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διερῶ''': χρησιμεύει ὡς μέλλ., τὸ δὲ [[διείρηκα]] ὡς πρκμ. τοῦ [[διαγορεύω]] ([[διεῖπον]], ὃ ἴδε, εἶνε ὁ ἀόρ.)· - θὰ εἴπω ἐντελῶς, σαφῶς, φανερῶς, [[ὡρισμένως]], ῥητῶς, Πλάτ. Νόμ. 809Ε, κτλ.· διείρηκεν ὁ [[νόμος]] Δημ. 465. 20, πρβλ. 644. 5. - Παθητ., ἀόρ. διερρήθην Πλάτ. Νόμ. 932Ε· πρκμ. διείρημαι [[αὐτόθι]] 813Α, κτλ.· διειρημένον, ῥητὴ [[διαταγή]], ὁ αὐτ. 219. 23.
|lstext='''διερῶ''': χρησιμεύει ὡς μέλλ., τὸ δὲ [[διείρηκα]] ὡς πρκμ. τοῦ [[διαγορεύω]] ([[διεῖπον]], ὃ ἴδε, εἶνε ὁ ἀόρ.)· - θὰ εἴπω ἐντελῶς, σαφῶς, φανερῶς, [[ὡρισμένως]], ῥητῶς, Πλάτ. Νόμ. 809Ε, κτλ.· διείρηκεν ὁ [[νόμος]] Δημ. 465. 20, πρβλ. 644. 5. - Παθητ., ἀόρ. διερρήθην Πλάτ. Νόμ. 932Ε· πρκμ. διείρημαι [[αὐτόθι]] 813Α, κτλ.· διειρημένον, ῥητὴ [[διαταγή]], ὁ αὐτ. 219. 23.
}}
{{bailly
|btext=<i>fut. de</i> [[διείρω]] <i>et de</i> *διέρω.
}}
}}
{{grml
{{grml