3,273,024
edits
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0624.png Seite 624]] acc. auch διθύραμβα, Pind. frg. 56; ὁ; 1) Beiname des Bacchus, Eur. Bacch. 526, nach den Alten von seiner zweimaligen Geburt, δὶς [[θύραζε]] βαίνειν, wobei freilich das ι auffallend ist; nach Andern mit [[θρίαμβος]] zusammenhängend. – 2) Lied zu Ehren des Bacchus, dann auch anderer Götter, die freieste Gattung der lyrischen Poesie mit kühnen Gedanken und Wortschwung, der oft in Schwulst ausartete, mit phrygischer Begleitung, Arist. Pol. 8, 7, von Arion erfunden, Her. 1, 23; Pind. Ol. 13, 15; Plat. Apol. 22 a u. Folgde. Häufig als Bezeichnung einer schwülfligen Rede, wie Plat. Hipp. mai. 292 c; vgl. D. Hal. de vi Dem. 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0624.png Seite 624]] acc. auch διθύραμβα, Pind. frg. 56; ὁ; 1) Beiname des Bacchus, Eur. Bacch. 526, nach den Alten von seiner zweimaligen Geburt, δὶς [[θύραζε]] βαίνειν, wobei freilich das ι auffallend ist; nach Andern mit [[θρίαμβος]] zusammenhängend. – 2) Lied zu Ehren des Bacchus, dann auch anderer Götter, die freieste Gattung der lyrischen Poesie mit kühnen Gedanken und Wortschwung, der oft in Schwulst ausartete, mit phrygischer Begleitung, Arist. Pol. 8, 7, von Arion erfunden, Her. 1, 23; Pind. Ol. 13, 15; Plat. Apol. 22 a u. Folgde. Häufig als Bezeichnung einer schwülfligen Rede, wie Plat. Hipp. mai. 292 c; vgl. D. Hal. de vi Dem. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />dithyrambe, chant en l'honneur de Bacchus <i>ou</i> d'autres divinités.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt possible. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῑθύραμβος''': [ῠ], ὁ, ἑνικ. αἰτιατ. κατὰ μεταπλ. διθύραμβα Πίνδ. Ἀποσπ. 56·― πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 72, Ἐπίχ. 90 Ahr., Ἡρόδ. 1. 23, Πίνδ., κτλ.· [[μιξοβόας]] δ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 392· [[εἶδος]] ποιήσεως, [[ὅπερ]] ἐκαλλιέργησαν οἱ Δωριεῖς λυρικοὶ ποιηταί, καὶ μετὰ [[ταῦτα]] οἱ Ἀττικοί, ἔχον [[ὕφος]] ὑψηλόν, ἀλλὰ [[πολλάκις]] ὀγκηρόν, ἴδε Ἀριστοφ. Ὄρν. 1388. ― Τὸ κύριον [[θέμα]] τῶν ποιημάτων τούτων ἦτο ἡ [[γέννησις]] τοῦ Βάκχου, Πλάτ. Νόμ. 700Β, Σουΐδ.· ἀλλὰ βραδύτερον ηὐρήνθη ἔτι [[μᾶλλον]] ὁ [[κύκλος]] αὐτῶν. Ἦσαν [[πάντοτε]] κατὰ τὸν Φρύγιον τρόπον, καὶ διὰ τοῦτο συνωδεύοντο ὑπὸ αὐλῶν, Πίνδ. Ἀποσπ. 45. 17, Ἀριστοφ. Νεφ. 313, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 8. 7, 9. [[Κατὰ]] πρῶτον ἦσαν [[ταῦτα]] [[ἀντιστροφικά]], ἀλλὰ συνήθως μονοστροφικά, ὁ αὐτ. Προβλ. 19. 25. Ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., ὀνομάζει τὸν Ἀρίονα (ἀκμάσαντα τῷ 624 π.Χ.) εὑρετὴν αὐτῶν. 2) μεταφ., πᾶν κομπῶδες [[εἶδος]] γλώσσης, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C, πρβλ. Φαίδρ. 238D. ΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ Βάκχου, [[ὅστις]] λέγεται ὅτι [[οὕτως]] ὠνόμασε τὸ [[μέλος]] τῶν ποιημάτων τούτων ἐκ τῆς [[ἑαυτοῦ]] διπλῆς γεννήσεως, Εὐρ. Βάκχ. 526 (ἀλλὰ τὸ μακρὸν ῑ καθιστᾶ αὐτὸ [[λίαν]] ἀμφίβολον, Πόρσ. Ὀρ. 5)· [[ἐντεῦθεν]] [[Διθυραμβογενής]] [ῐ], Ἀνθ. Π. 9. 524, (Ὁ Πίνδ. λέγεται ὅτι ἔγραψε τὴν λέξιν λῡθίραμβος (Ἀπόσπ. 55), ― [[ὡσεὶ]] ἐκ τοῦ λῦθι [[ῥάμμα]], [[ὅπερ]] ἦτο ἡ [[κραυγή]], ἣν ὁ [[Βάκχος]] ἐξέπεμψεν ὅτε ἦτο ἐρραμμένος ἐν τῷ μηρῷ τοῦ πατρὸς αὑτοῦ. Ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως [[εἶναι]] πράγματι [[ἄγνωστος]], Müller Γραμμ. Ἑλλην. κατὰ τὴν μετάφρ. Κυπριανοῦ 1, 286. | |lstext='''δῑθύραμβος''': [ῠ], ὁ, ἑνικ. αἰτιατ. κατὰ μεταπλ. διθύραμβα Πίνδ. Ἀποσπ. 56·― πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 72, Ἐπίχ. 90 Ahr., Ἡρόδ. 1. 23, Πίνδ., κτλ.· [[μιξοβόας]] δ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 392· [[εἶδος]] ποιήσεως, [[ὅπερ]] ἐκαλλιέργησαν οἱ Δωριεῖς λυρικοὶ ποιηταί, καὶ μετὰ [[ταῦτα]] οἱ Ἀττικοί, ἔχον [[ὕφος]] ὑψηλόν, ἀλλὰ [[πολλάκις]] ὀγκηρόν, ἴδε Ἀριστοφ. Ὄρν. 1388. ― Τὸ κύριον [[θέμα]] τῶν ποιημάτων τούτων ἦτο ἡ [[γέννησις]] τοῦ Βάκχου, Πλάτ. Νόμ. 700Β, Σουΐδ.· ἀλλὰ βραδύτερον ηὐρήνθη ἔτι [[μᾶλλον]] ὁ [[κύκλος]] αὐτῶν. Ἦσαν [[πάντοτε]] κατὰ τὸν Φρύγιον τρόπον, καὶ διὰ τοῦτο συνωδεύοντο ὑπὸ αὐλῶν, Πίνδ. Ἀποσπ. 45. 17, Ἀριστοφ. Νεφ. 313, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 8. 7, 9. [[Κατὰ]] πρῶτον ἦσαν [[ταῦτα]] [[ἀντιστροφικά]], ἀλλὰ συνήθως μονοστροφικά, ὁ αὐτ. Προβλ. 19. 25. Ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., ὀνομάζει τὸν Ἀρίονα (ἀκμάσαντα τῷ 624 π.Χ.) εὑρετὴν αὐτῶν. 2) μεταφ., πᾶν κομπῶδες [[εἶδος]] γλώσσης, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C, πρβλ. Φαίδρ. 238D. ΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ Βάκχου, [[ὅστις]] λέγεται ὅτι [[οὕτως]] ὠνόμασε τὸ [[μέλος]] τῶν ποιημάτων τούτων ἐκ τῆς [[ἑαυτοῦ]] διπλῆς γεννήσεως, Εὐρ. Βάκχ. 526 (ἀλλὰ τὸ μακρὸν ῑ καθιστᾶ αὐτὸ [[λίαν]] ἀμφίβολον, Πόρσ. Ὀρ. 5)· [[ἐντεῦθεν]] [[Διθυραμβογενής]] [ῐ], Ἀνθ. Π. 9. 524, (Ὁ Πίνδ. λέγεται ὅτι ἔγραψε τὴν λέξιν λῡθίραμβος (Ἀπόσπ. 55), ― [[ὡσεὶ]] ἐκ τοῦ λῦθι [[ῥάμμα]], [[ὅπερ]] ἦτο ἡ [[κραυγή]], ἣν ὁ [[Βάκχος]] ἐξέπεμψεν ὅτε ἦτο ἐρραμμένος ἐν τῷ μηρῷ τοῦ πατρὸς αὑτοῦ. Ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως [[εἶναι]] πράγματι [[ἄγνωστος]], Müller Γραμμ. Ἑλλην. κατὰ τὴν μετάφρ. Κυπριανοῦ 1, 286. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |