Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάτοπτρον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1404.png Seite 1404]] τό, der Spiegel, in dem man sich sieht, vgl. [[εἴσοπτρον]], welche Form B. A. 102 vorgezogen wird; sie waren bei den Griechen von polirtem Metall, [[κάτοπτρον]] εἴδους [[χαλκός]] ἐστ', [[οἶνος]] δὲ νοῦ Aesch. frg. 279; Eur. Hipp. 429 Rl. 1071; τὴν τῶν κατόπτρων εἰδωλοποιΐαν Plat. Tim. 46 a; von Waffen, ὥςπερ κάτ. ἐξέλαμπεν Xen. Cyr. 7, 1, 1. – Übertr., ὁμιλίας κάτ., ein Bild von Freundschaft, Aesch. Ag. 813.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1404.png Seite 1404]] τό, der Spiegel, in dem man sich sieht, vgl. [[εἴσοπτρον]], welche Form B. A. 102 vorgezogen wird; sie waren bei den Griechen von polirtem Metall, [[κάτοπτρον]] εἴδους [[χαλκός]] ἐστ', [[οἶνος]] δὲ νοῦ Aesch. frg. 279; Eur. Hipp. 429 Rl. 1071; τὴν τῶν κατόπτρων εἰδωλοποιΐαν Plat. Tim. 46 a; von Waffen, ὥςπερ κάτ. ἐξέλαμπεν Xen. Cyr. 7, 1, 1. – Übertr., ὁμιλίας κάτ., ein Bild von Freundschaft, Aesch. Ag. 813.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> miroir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> image.<br />'''Étymologie:''' [[κατόψομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάτοπτρον''': τό, «καθρέπτης», [[ὅπερ]] [[ἔσοπτρον]] καὶ [[ἔνοπτρον]] ἐλέγετο, Λατ. speculum, Εὐρ. Ἱππ. 429, κτλ.· τίς γὰρ κατόπτρῳ καὶ τυφλῷ [[κοινωνία]]; Ἐπίχαρμ. 142 Ahr.·― κατὰ τοὺς χρόνους τῶν δοκίμων συγγραφέων κατεσκευάζοντο τὰ κάτοπτρα ἐξ ἐστιλβωμένου μετάλλου, [[κάτοπτρον]] εἴδους χαλκὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 288· ἐν κατόπτρῳ… [[κατιδεῖν]] εἴδωλα Πλάτ. Τίμ. 71Β· [[ὥσπερ]] ἐν κατ. ἑαυτὸν ὁρῶν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 255D, κτλ.· ἴδε Λεξικὸν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. speculum·― μεταφορ., ἁπλῆ [[ἀντανάκλασις]] (δηλ. οὐχὶ πραγματικότης), ὁμιλίας κάτ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 839· [[ἀλλά]], ἡ [[Ὀδύσσεια]] καλὸν ἀνθρωπίνου βίου κάτ., καθρέπτης ἢ [[εἰκών]], Ἀλκιδάμ. παρ’ Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 4.
|lstext='''κάτοπτρον''': τό, «καθρέπτης», [[ὅπερ]] [[ἔσοπτρον]] καὶ [[ἔνοπτρον]] ἐλέγετο, Λατ. speculum, Εὐρ. Ἱππ. 429, κτλ.· τίς γὰρ κατόπτρῳ καὶ τυφλῷ [[κοινωνία]]; Ἐπίχαρμ. 142 Ahr.·― κατὰ τοὺς χρόνους τῶν δοκίμων συγγραφέων κατεσκευάζοντο τὰ κάτοπτρα ἐξ ἐστιλβωμένου μετάλλου, [[κάτοπτρον]] εἴδους χαλκὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 288· ἐν κατόπτρῳ… [[κατιδεῖν]] εἴδωλα Πλάτ. Τίμ. 71Β· [[ὥσπερ]] ἐν κατ. ἑαυτὸν ὁρῶν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 255D, κτλ.· ἴδε Λεξικὸν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. speculum·― μεταφορ., ἁπλῆ [[ἀντανάκλασις]] (δηλ. οὐχὶ πραγματικότης), ὁμιλίας κάτ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 839· [[ἀλλά]], ἡ [[Ὀδύσσεια]] καλὸν ἀνθρωπίνου βίου κάτ., καθρέπτης ἢ [[εἰκών]], Ἀλκιδάμ. παρ’ Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 4.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> miroir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> image.<br />'''Étymologie:''' [[κατόψομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm