Anonymous

εὐτέλεια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=eu)te/leia
|Beta Code=eu)te/leia
|Definition=Ion. [[εὐτελείη]] or [[εὐτελίη]] (v. infr. 11.2), ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[having little to pay]], [[cheapness]], πρὸς εὐτελείην τῶν σιτίων = to [[procure]] [[cheapness]] of... Hdt.2.92; [[εἰς εὐτέλειαν]] = [[cheaply]], i.e. [[vilely]], εἰς εὐτέλειαν χηνὶ συγγεγραμμένῳ Ar.Av.805; κρέα δὲ τίνος ἥδιστ' ἂν ἐσθίοις; Answ. [[εἰς εὐτέλειαν]] = the [[cheap]]est, Antiph.20; [[μᾶζα]] πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη Id.226.2.<br><span class="bld">2</span> [[meanness]], [[shabbiness]], εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐ. ὑμῖν ἀνέγραψε Lys.30.21; εὐτέλειαν οἴκου καὶ [[ἀμορφία]] Luc.Dom.14.<br><span class="bld">II</span> [[thrift]], [[economy]], [[ἐπ' εὐτελείᾳ]] = [[economically]], Ar.Ra.406 (lyr.); [[φιλοκαλέω|φιλοκαλοῦμεν]] [[μετ' εὐτελείας]] = [[without]] [[extravagance]], Th.2.40; ἐς εὐτέλειαν [[συντέμνω|ξυντετμῆσθαι]] to be [[cut down]] to an [[economical]] [[standard]], Id.8.86; ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι ib. ''1'': in plural, [[economies]], ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι Antiph.164.1.<br><span class="bld">2</span> [[Εὐτελίη]] personified, [[Εὐτελίη]], κλεινῆς ἔκγονε Σωφροσύνης Crates Theb. 12.
|Definition=Ion. [[εὐτελείη]] or [[εὐτελίη]] (v. infr. 11.2), ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[having little to pay]], [[cheapness]], πρὸς εὐτελείην τῶν σιτίων = to [[procure]] [[cheapness]] of... Hdt.2.92; [[εἰς εὐτέλειαν]] = [[cheaply]], i.e. [[vilely]], εἰς εὐτέλειαν χηνὶ συγγεγραμμένῳ Ar.Av.805; κρέα δὲ τίνος ἥδιστ' ἂν ἐσθίοις; Answ. [[εἰς εὐτέλειαν]] = the [[cheap]]est, Antiph.20; [[μᾶζα]] πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη Id.226.2.<br><span class="bld">2</span> [[meanness]], [[shabbiness]], εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐ. ὑμῖν ἀνέγραψε Lys.30.21; εὐτέλειαν οἴκου καὶ [[ἀμορφία]] Luc.Dom.14.<br><span class="bld">II</span> [[thrift]], [[economy]], [[ἐπ' εὐτελείᾳ]] = [[economically]], Ar.Ra.406 (lyr.); [[φιλοκαλέω|φιλοκαλοῦμεν]] [[μετ' εὐτελείας]] = [[without]] [[extravagance]], Th.2.40; ἐς εὐτέλειαν [[συντέμνω|ξυντετμῆσθαι]] to be [[cut down]] to an [[economical]] [[standard]], Id.8.86; ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι ib. ''1'': in plural, [[economies]], ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι Antiph.164.1.<br><span class="bld">2</span> [[Εὐτελίη]] personified, [[Εὐτελίη]], κλεινῆς ἔκγονε Σωφροσύνης Crates Theb. 12.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> peu de valeur d'une chose, bas prix;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> nature vile <i>ou</i> vulgaire, vulgarité;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> simplicité, frugalité, économie.<br />'''Étymologie:''' [[εὐτελής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτέλεια''': ἡ, Ἰων. εὐτελίη (πρβλ. [[εὐμάρεια]]): [[εὐθηνία]], πρὸς εὐτελίην σιτίων, πρὸς ἐπιτυχίαν εὐθηνίας τῶν τροφίμων, Ἡρόδ. 2. 92· εἰς εὐτέλειαν, εὐθηνά, δηλ. προστύχως, φαύλως, ἀντίθετον τῷ: εἰς [[κάλλος]], εἰς εὐτ. χηνὶ συγγεγραμμένῳ, «εὐτελῶς γεγραμμένῳ χηνὶ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 805· [[κρέας]] δὲ τίνος ἥδιστ’ ἂν ἐσθίοις; τίνος; Ἀπόκρ. εἰς εὐτέλειαν, τὸ εἰς εὐτελῆ τιμὴν πωλούμενον, Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1· [[μᾶζα]] πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) [[εὐτέλεια]] ὡς καὶ νῦν, εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐτ. ὑμῖν ἀνέγραψε Λυσ. 185. 13. ΙΙ. [[οἰκονομία]], [[λιτότης]], ἐπ’ εὐτελείᾳ, οἰκονομικῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας, μετὰ λιτότητος, [[ἄνευ]] πολυτελείας, Θουκ. 2. 40· εἰς εὐτ. συντέμνειν, περικόπτειν τι [[μέχρι]] σημείου οἰκονομίας, ὁ αὐτ. 8. 86· ἐς εὐτέλ. σωφρονίζειν [[αὐτόθι]] 1· εὐτελίη, κλεινῆς ἔκγονε σωφροσύνης Ἀνθ. Π. 10. 104· ἐν τῷ πληθ., ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι, τὰ μικρὰ καὶ ὀλιγοδάπανα [[εἶναι]] ἀρεστὰ τοῖς θεοῖς, Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 2. 2) Εὐτελία, προσωποπ. [[ὄνομα]] κύριον, Κράτ. Θηβ. 3. 3 Bgk.
|lstext='''εὐτέλεια''': ἡ, Ἰων. εὐτελίη (πρβλ. [[εὐμάρεια]]): [[εὐθηνία]], πρὸς εὐτελίην σιτίων, πρὸς ἐπιτυχίαν εὐθηνίας τῶν τροφίμων, Ἡρόδ. 2. 92· εἰς εὐτέλειαν, εὐθηνά, δηλ. προστύχως, φαύλως, ἀντίθετον τῷ: εἰς [[κάλλος]], εἰς εὐτ. χηνὶ συγγεγραμμένῳ, «εὐτελῶς γεγραμμένῳ χηνὶ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 805· [[κρέας]] δὲ τίνος ἥδιστ’ ἂν ἐσθίοις; τίνος; Ἀπόκρ. εἰς εὐτέλειαν, τὸ εἰς εὐτελῆ τιμὴν πωλούμενον, Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1· [[μᾶζα]] πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) [[εὐτέλεια]] ὡς καὶ νῦν, εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐτ. ὑμῖν ἀνέγραψε Λυσ. 185. 13. ΙΙ. [[οἰκονομία]], [[λιτότης]], ἐπ’ εὐτελείᾳ, οἰκονομικῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας, μετὰ λιτότητος, [[ἄνευ]] πολυτελείας, Θουκ. 2. 40· εἰς εὐτ. συντέμνειν, περικόπτειν τι [[μέχρι]] σημείου οἰκονομίας, ὁ αὐτ. 8. 86· ἐς εὐτέλ. σωφρονίζειν [[αὐτόθι]] 1· εὐτελίη, κλεινῆς ἔκγονε σωφροσύνης Ἀνθ. Π. 10. 104· ἐν τῷ πληθ., ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι, τὰ μικρὰ καὶ ὀλιγοδάπανα [[εἶναι]] ἀρεστὰ τοῖς θεοῖς, Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 2. 2) Εὐτελία, προσωποπ. [[ὄνομα]] κύριον, Κράτ. Θηβ. 3. 3 Bgk.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> peu de valeur d'une chose, bas prix;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> nature vile <i>ou</i> vulgaire, vulgarité;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> simplicité, frugalité, économie.<br />'''Étymologie:''' [[εὐτελής]].
}}
}}
{{grml
{{grml