Anonymous

γελασῖνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0479.png Seite 479]] ὁ, 1) der Lacher, so hieß Democrit, Ael. V. H. 4, 20; ein fem. γελασίνη hat Anaxandr. bei B. A. 87. – 2) οἱ γελασῖνοι, sc. ὀδόντες, Poll. 2, 91, die vorderen Schneidezähne, die sich beim Lachen zeigen. – 3) Bei Martial. 7, 24 die durch das Lachen sich bildenden Grübchen auf den Wangen; Choerob.; Suid. γραμμαὶ αἱ ἐκ τοῦ γελᾶν γιγνόμεναι. – Alciphr. 1, 39 u. Rufin. 2 (V, 35) = Grübchen auf den Hinterbacken; vgl. [[γέλως]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0479.png Seite 479]] ὁ, 1) der Lacher, so hieß Democrit, Ael. V. H. 4, 20; ein fem. γελασίνη hat Anaxandr. bei B. A. 87. – 2) οἱ γελασῖνοι, sc. ὀδόντες, Poll. 2, 91, die vorderen Schneidezähne, die sich beim Lachen zeigen. – 3) Bei Martial. 7, 24 die durch das Lachen sich bildenden Grübchen auf den Wangen; Choerob.; Suid. γραμμαὶ αἱ ἐκ τοῦ γελᾶν γιγνόμεναι. – Alciphr. 1, 39 u. Rufin. 2 (V, 35) = Grübchen auf den Hinterbacken; vgl. [[γέλως]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />le rieur (Démocrite).<br />'''Étymologie:''' [[γελάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γελασῖνος''': ὁ, ([[γελάω]]) ὁ συνεχῶς γελῶν, ἐπὶ τοῦ Δημοκρίτου, Αἰλ. Π. Ι. 4. 20· θηλ. γελασίνη, Ἀναξανδρ. Κωμῳδ. 1. ΙΙ. οἱ γελασῖνοι (ἐνν. ὀδόντες), δηλ. οἱ πρόσθιοι, οἱ ὁποῖοι φαίνονται [[ὅταν]] τις γελᾷ, οἱ τομεῖς, Πολυδ. Β’, 91. 2) ἐν τῷ πληθ., αἱ μικραὶ κοιλότητες αἱ ἐν ταῖς παρειαῖς καὶ κατὰ τὰς γνάθους σχηματιζόμεναι [[ὅταν]] τις γελᾷ, Χοιροβ., Μαρτιαλ. 7. 24· [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἀλκίφρ. 1. 39, Ἀνθ. II. 5. 35, αὔλακες καὶ κοιλότητες εἰς τὰ ὀπίσθια γινόμεναι, περὶ ὧν ὁ Λουκ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν γέλωτες.
|lstext='''γελασῖνος''': ὁ, ([[γελάω]]) ὁ συνεχῶς γελῶν, ἐπὶ τοῦ Δημοκρίτου, Αἰλ. Π. Ι. 4. 20· θηλ. γελασίνη, Ἀναξανδρ. Κωμῳδ. 1. ΙΙ. οἱ γελασῖνοι (ἐνν. ὀδόντες), δηλ. οἱ πρόσθιοι, οἱ ὁποῖοι φαίνονται [[ὅταν]] τις γελᾷ, οἱ τομεῖς, Πολυδ. Β’, 91. 2) ἐν τῷ πληθ., αἱ μικραὶ κοιλότητες αἱ ἐν ταῖς παρειαῖς καὶ κατὰ τὰς γνάθους σχηματιζόμεναι [[ὅταν]] τις γελᾷ, Χοιροβ., Μαρτιαλ. 7. 24· [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἀλκίφρ. 1. 39, Ἀνθ. II. 5. 35, αὔλακες καὶ κοιλότητες εἰς τὰ ὀπίσθια γινόμεναι, περὶ ὧν ὁ Λουκ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν γέλωτες.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />le rieur (Démocrite).<br />'''Étymologie:''' [[γελάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml