Anonymous

διαμφισβητέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0591.png Seite 591]] unter einander streiten; πρὸς ἀλλήλους [[περί]] τινος Dem. 18, 185 (im Psephisma); [[πρός]] τινα, Arist. Polit. 3, 16; [[περί]] τινος, 3, 13; Pol. 28, 9 u. a. Sp.; τινί τινος, mit Einem um etwas streiten, Plut. an seni 7; διαμφισβητεῖται, es wird gestritten, gezweifelt, Arist. Eth. Nic. 8, 1; τὰ διαμφισβητούμενα, streitige Punkte, Dem. 44, 57; Pol. 12, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0591.png Seite 591]] unter einander streiten; πρὸς ἀλλήλους [[περί]] τινος Dem. 18, 185 (im Psephisma); [[πρός]] τινα, Arist. Polit. 3, 16; [[περί]] τινος, 3, 13; Pol. 28, 9 u. a. Sp.; τινί τινος, mit Einem um etwas streiten, Plut. an seni 7; διαμφισβητεῖται, es wird gestritten, gezweifelt, Arist. Eth. Nic. 8, 1; τὰ διαμφισβητούμενα, streitige Punkte, Dem. 44, 57; Pol. 12, 16.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être en désaccord ; discuter ; <i>Pass.</i> être contesté <i>ou</i> discuté.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀμφισβητέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμφισβητέω''': διαφιλονικῶ, διαφωνῶ, πρὸς ἀλλήλους [[περί]] τινος Δημ. 290. 16., 1097. 23· τινι [[περί]] τινος Ἀθήν. 351Α· τινί τινος Πλούτ. 2. 787C· δ. [[περί]] τινος μόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 6· [[πρός]] τι αὐτ. 3. 16, 13· δ. ποῖα θερμὰ τῶν ζῴων ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 2, 9· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολ. 3. 12, 2. - Παθ., διαμφισβητεῖται περὶ φιλίας οὐκ ὀλίγα, οὐκ ὀλίγα ζητήματα ἐγείρονται, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 6· τὰ διαμφισβητούμενα, περὶ ὧν ἡ [[συζήτησις]], Δημ. 1097. 23.
|lstext='''διαμφισβητέω''': διαφιλονικῶ, διαφωνῶ, πρὸς ἀλλήλους [[περί]] τινος Δημ. 290. 16., 1097. 23· τινι [[περί]] τινος Ἀθήν. 351Α· τινί τινος Πλούτ. 2. 787C· δ. [[περί]] τινος μόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 6· [[πρός]] τι αὐτ. 3. 16, 13· δ. ποῖα θερμὰ τῶν ζῴων ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 2, 9· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολ. 3. 12, 2. - Παθ., διαμφισβητεῖται περὶ φιλίας οὐκ ὀλίγα, οὐκ ὀλίγα ζητήματα ἐγείρονται, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 6· τὰ διαμφισβητούμενα, περὶ ὧν ἡ [[συζήτησις]], Δημ. 1097. 23.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être en désaccord ; discuter ; <i>Pass.</i> être contesté <i>ou</i> discuté.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀμφισβητέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm