Anonymous

διασμιλεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] ausschnityen; – ausputzen, poliren; διεσμιλευμέναι φροντίδες καὶ λεπτοὶ λόγοι, Alexis bei Ath. IV, 161 b; – βίβλους Ὁμηρείους, Comet. 6 (XV, 38).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] ausschnityen; – ausputzen, poliren; διεσμιλευμέναι φροντίδες καὶ λεπτοὶ λόγοι, Alexis bei Ath. IV, 161 b; – βίβλους Ὁμηρείους, Comet. 6 (XV, 38).
}}
{{bailly
|btext=limer, polir en limant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σμιλεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διασμῑλεύω''': [[λεαίνω]], στιλβώνω διὰ τῆς σμίλης· μεταγ., δ. βίβλους Ἀνθ. Π. 15. 38· διεσμιλευμέναι φροντίδες, λελεπτυσμέναι, ἐντέχνως κατειργασμέναι θεωρίαι, Ἄλεξ. Ταραντ. 1. 8.‒ Ἐπίρρ. [[διεσμιλευμένως]] Πολυδ. Ϛʹ, 150, Ἡσύχ.
|lstext='''διασμῑλεύω''': [[λεαίνω]], στιλβώνω διὰ τῆς σμίλης· μεταγ., δ. βίβλους Ἀνθ. Π. 15. 38· διεσμιλευμέναι φροντίδες, λελεπτυσμέναι, ἐντέχνως κατειργασμέναι θεωρίαι, Ἄλεξ. Ταραντ. 1. 8.‒ Ἐπίρρ. [[διεσμιλευμένως]] Πολυδ. Ϛʹ, 150, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=limer, polir en limant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σμιλεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml