Anonymous

εὔλογος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1078.png Seite 1078]] vernünftig, vernunftgemäß; εὔλογον, sc. ἐστί, mit acc. c. inf., Plat. Crat. 396 b; οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Rep. X, 605 e; νουθετήματα Aesch. Pers. 816; προφάσεις Thuc. 3, 82; Dem. 18, 151, der 45, 14 auch σὔτ' ἐοικότα οὔτ' εὔλογα vrbdt; εὐλόγοις ἀφορμαῖς χρῆσθαι Pol. 4, 4, 9, öfter; τὸ εὔλογον, die Wahrscheinlichkeit, Thuc. 4, 87; Arist.; ἐκ τῶν εὐλόγων, nach aller Wahrscheinlichkeit, Pol. 10, 44, 6; Plut. Them. 13 u. a. Sp., bes. Ausdruck der Akademiker; ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, unwahrscheinlich sein, Arist. Metaph. 10, 2; vgl. Pol. 16, 12, 6. – Adv., Aesch. Suppl. 47. 249 u. öfter; Ar. Vesp. 771 u. A.; εὐλόγως ἔχειν, vernünftig, wahrscheinlich sein, Plat. Phaed. 62 d u. A.; εὐλογωτέρως, Isocr. 6, 28.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1078.png Seite 1078]] vernünftig, vernunftgemäß; εὔλογον, sc. ἐστί, mit acc. c. inf., Plat. Crat. 396 b; οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Rep. X, 605 e; νουθετήματα Aesch. Pers. 816; προφάσεις Thuc. 3, 82; Dem. 18, 151, der 45, 14 auch σὔτ' ἐοικότα οὔτ' εὔλογα vrbdt; εὐλόγοις ἀφορμαῖς χρῆσθαι Pol. 4, 4, 9, öfter; τὸ εὔλογον, die Wahrscheinlichkeit, Thuc. 4, 87; Arist.; ἐκ τῶν εὐλόγων, nach aller Wahrscheinlichkeit, Pol. 10, 44, 6; Plut. Them. 13 u. a. Sp., bes. Ausdruck der Akademiker; ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, unwahrscheinlich sein, Arist. Metaph. 10, 2; vgl. Pol. 16, 12, 6. – Adv., Aesch. Suppl. 47. 249 u. öfter; Ar. Vesp. 771 u. A.; εὐλόγως ἔχειν, vernünftig, wahrscheinlich sein, Plat. Phaed. 62 d u. A.; εὐλογωτέρως, Isocr. 6, 28.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fondé en raison, raisonnable, vraisemblable ; τὸ εὔλογον raison plausible, vraisemblance;<br /><i>Cp.</i> εὐλογώτερος, <i>Sp.</i> εὐλογώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λόγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔλογος''': -ον, ἔχων ἰσχυρὸν λόγον, [[λογικός]], προσήκων, [[κατάλληλος]], νουθετήματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 830· οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Πλάτ. Πολ. 605Ε· εὔλογον ἐστί, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] ὀρθόν, εὔλογον νά…, Ἀριστοφ. Βάτρ. 736, Πλάτ. Κρατ. 396Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], εὐλογώτερόν ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 13, 11, κ. ἀλλ. 2) [[εὔλογος]], [[δίκαιος]], [[πρόφασις]] Θουκ. 3. 82, Δημ. 277. 29. κτλ.· τὸ εὔλογον, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 4. 87· ἐκ τῶν εὐλόγων, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, Πολύβ. 10. 44, 6, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστοκλ. 13· ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, ἔξω πάσης πιθανότητος, Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 10. 2, 3. - Συγκρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 352Α· Ὑπέρθ., Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. -γως, ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 508, Ἱκ. 47, Ἀποσπ. 5· εὐλόγως ἄπρακτοι ἀπίασιν Θουκ. 4. 61· εὐλ. φέρειν (εὐλόφως Abresch.), Εὐρ. Ἀποσπ. 175· εὐλ. ἔχειν Πλάτ. Φαίδων 62D· εὐλ. φθονεῖν τινι Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 3. 1· τοῖς εὐλόγως καὶ τοῖς κακῶς ἔχουσι Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 771· παρ’ Ἀριστ. [[συχνάκις]] ὡς τὸ [[εἰκότως]], ἐν τέλει περιόδου ἐκφράζουν πλήρη συναίνεσιν, Ἠθ. Ν. 7. 13, 2., 8. 13, 2, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -ωτέρως, Ἰσοκρ. 121C· -ώτερον, Πολύβ. 7. 7, 7.
|lstext='''εὔλογος''': -ον, ἔχων ἰσχυρὸν λόγον, [[λογικός]], προσήκων, [[κατάλληλος]], νουθετήματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 830· οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Πλάτ. Πολ. 605Ε· εὔλογον ἐστί, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] ὀρθόν, εὔλογον νά…, Ἀριστοφ. Βάτρ. 736, Πλάτ. Κρατ. 396Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], εὐλογώτερόν ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 13, 11, κ. ἀλλ. 2) [[εὔλογος]], [[δίκαιος]], [[πρόφασις]] Θουκ. 3. 82, Δημ. 277. 29. κτλ.· τὸ εὔλογον, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 4. 87· ἐκ τῶν εὐλόγων, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, Πολύβ. 10. 44, 6, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστοκλ. 13· ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, ἔξω πάσης πιθανότητος, Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 10. 2, 3. - Συγκρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 352Α· Ὑπέρθ., Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. -γως, ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 508, Ἱκ. 47, Ἀποσπ. 5· εὐλόγως ἄπρακτοι ἀπίασιν Θουκ. 4. 61· εὐλ. φέρειν (εὐλόφως Abresch.), Εὐρ. Ἀποσπ. 175· εὐλ. ἔχειν Πλάτ. Φαίδων 62D· εὐλ. φθονεῖν τινι Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 3. 1· τοῖς εὐλόγως καὶ τοῖς κακῶς ἔχουσι Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 771· παρ’ Ἀριστ. [[συχνάκις]] ὡς τὸ [[εἰκότως]], ἐν τέλει περιόδου ἐκφράζουν πλήρη συναίνεσιν, Ἠθ. Ν. 7. 13, 2., 8. 13, 2, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -ωτέρως, Ἰσοκρ. 121C· -ώτερον, Πολύβ. 7. 7, 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fondé en raison, raisonnable, vraisemblable ; τὸ εὔλογον raison plausible, vraisemblance;<br /><i>Cp.</i> εὐλογώτερος, <i>Sp.</i> εὐλογώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λόγος]].
}}
}}
{{grml
{{grml