Anonymous

εἰσρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0746.png Seite 746]] (s. ῥέω), hineinfließen, -strömen; Eur. I. T. 260; Ggstz [[ἐκρέω]], Plat. Phaed. 112 a; πλοῦτον εἰς τὴν πόλιν εἰσρυήσεσθαι Isocr. 8, 140. Übertr. von ἐπιστῆμαι, Plat. Phil. 62 c; τὸ [[πάθος]] εἰσεῤῥύη, hineinkommen, entstehen; [[πόθος]] εἰσεῤῥύη πάντας, Alle ergriff die Sehnsucht, Plut. Num. 20; [[νόμισμα]] εἰσεῤῥύη εἰς τὴν Σπάρτην, kam in Umlauf, Lyc. 30; ὴ ἀγαθὴ [[τύχη]] εἰς τὴν οἰκίαν Luc. Alex. 42; [[ἁμάρτημα]] εἰσρεῖ D. Hal. rhet. 10, 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0746.png Seite 746]] (s. ῥέω), hineinfließen, -strömen; Eur. I. T. 260; Ggstz [[ἐκρέω]], Plat. Phaed. 112 a; πλοῦτον εἰς τὴν πόλιν εἰσρυήσεσθαι Isocr. 8, 140. Übertr. von ἐπιστῆμαι, Plat. Phil. 62 c; τὸ [[πάθος]] εἰσεῤῥύη, hineinkommen, entstehen; [[πόθος]] εἰσεῤῥύη πάντας, Alle ergriff die Sehnsucht, Plut. Num. 20; [[νόμισμα]] εἰσεῤῥύη εἰς τὴν Σπάρτην, kam in Umlauf, Lyc. 30; ὴ ἀγαθὴ [[τύχη]] εἰς τὴν οἰκίαν Luc. Alex. 42; [[ἁμάρτημα]] εἰσρεῖ D. Hal. rhet. 10, 17.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> εἰσρυήσομαι, <i>ao.2</i> εἰσερρύην;<br />couler dans ; <i>fig.</i> affluer <i>ou</i> circuler <i>en parl. de la richesse, de la monnaie</i> ; [[πόθος]] [[εἰσερρύη]] πάντας PLUT le regret se glissa dans tous les cœurs.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ῥέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσρέω''': μέλλ. -ρεύσομαι (σπανιώτατ. περ’ Ἀττ.)· [[ὡσαύτως]] παθ. μέλλ. -ρυήσομαι Ἰσοκρ. 187Α· ἀόρ. -ερρύην· - χύνομαι [[ἐντός]], Εὐρ. Ι. Τ. 260, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἐκρέω]], ἐκρεῖν τε [[ἐντεῦθεν]] καὶ εἰσρεῖν πάντα τὰ ῥεύματα Πλάτ. Φαίδων 112Α, κτλ.· μεταφ., [[πλοῦτος]] εἰσρεῖ εἰς τὴν πόλιν Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὸ [[νόμισμα]] εἰσερρύη, εἰς τὴν Σπάρτην Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. τὸ [[πάθος]] εἰσερρύη, εἰσέρρευσε, Πλάτ. Φαῖδρ. 262Β· ἐπιστῆμαι εἰσρέουσι ὁ αὐτ. Φίληβ. 62C· [[ἁμάρτημα]] εἰσρεῖ Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 17· [[πόθος]] εἰσερρύη πάντας Πλουτ. Νουμ. 20.
|lstext='''εἰσρέω''': μέλλ. -ρεύσομαι (σπανιώτατ. περ’ Ἀττ.)· [[ὡσαύτως]] παθ. μέλλ. -ρυήσομαι Ἰσοκρ. 187Α· ἀόρ. -ερρύην· - χύνομαι [[ἐντός]], Εὐρ. Ι. Τ. 260, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἐκρέω]], ἐκρεῖν τε [[ἐντεῦθεν]] καὶ εἰσρεῖν πάντα τὰ ῥεύματα Πλάτ. Φαίδων 112Α, κτλ.· μεταφ., [[πλοῦτος]] εἰσρεῖ εἰς τὴν πόλιν Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὸ [[νόμισμα]] εἰσερρύη, εἰς τὴν Σπάρτην Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. τὸ [[πάθος]] εἰσερρύη, εἰσέρρευσε, Πλάτ. Φαῖδρ. 262Β· ἐπιστῆμαι εἰσρέουσι ὁ αὐτ. Φίληβ. 62C· [[ἁμάρτημα]] εἰσρεῖ Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 17· [[πόθος]] εἰσερρύη πάντας Πλουτ. Νουμ. 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> εἰσρυήσομαι, <i>ao.2</i> εἰσερρύην;<br />couler dans ; <i>fig.</i> affluer <i>ou</i> circuler <i>en parl. de la richesse, de la monnaie</i> ; [[πόθος]] [[εἰσερρύη]] πάντας PLUT le regret se glissa dans tous les cœurs.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ῥέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml