Anonymous

δάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "ἀριθμὸς" to "ἀριθμὸς")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0520.png Seite 520]] ὁ, 1) der Finger, Her. 6, 63 u. Folgde; [[μέγας]], der Daumen, Ael. V. H. 2, 9, sonst [[ἀντίχειρ]]; sonst werden noch genannt: ὁ σμικρότατος καὶ ὁ [[δεύτερος]] καὶ ὁ [[μέσος]], Plat. Rep. VII, 523 d; vgl. [[λιχανός]], [[σφάκελος]], [[μύωψ]]. – 2) ποδός, Fußzehe, Xen. An. 4, 5, 12; Eur. I. T. 255; Ar. Equ. 881 u. sonst. – 3) das kleinste griech. Längenmaaß, zwei Finger breit; übertr., von einer kurzen Zeit, Alcaeus bei Ath. X, 430 d; [[δάκτυλος]] ἀώς Asclepiad. 9 (XII, 50). – 4) die Dattel, Arist. Meteor. 1, 4, 10; Artemid. 5, 89. – 5) der Versfuß, Ar. Nub. 651; u. das Versmaaß, Plat. Rep. III, 400 b. – 6) δάκτυλοι 'Ιδαῖοι, Priester der Cybele. Vgl. Lob. Aglaoph. 2 p. 1166 st.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0520.png Seite 520]] ὁ, 1) der Finger, Her. 6, 63 u. Folgde; [[μέγας]], der Daumen, Ael. V. H. 2, 9, sonst [[ἀντίχειρ]]; sonst werden noch genannt: ὁ σμικρότατος καὶ ὁ [[δεύτερος]] καὶ ὁ [[μέσος]], Plat. Rep. VII, 523 d; vgl. [[λιχανός]], [[σφάκελος]], [[μύωψ]]. – 2) ποδός, Fußzehe, Xen. An. 4, 5, 12; Eur. I. T. 255; Ar. Equ. 881 u. sonst. – 3) das kleinste griech. Längenmaaß, zwei Finger breit; übertr., von einer kurzen Zeit, Alcaeus bei Ath. X, 430 d; [[δάκτυλος]] ἀώς Asclepiad. 9 (XII, 50). – 4) die Dattel, Arist. Meteor. 1, 4, 10; Artemid. 5, 89. – 5) der Versfuß, Ar. Nub. 651; u. das Versmaaß, Plat. Rep. III, 400 b. – 6) δάκτυλοι 'Ιδαῖοι, Priester der Cybele. Vgl. Lob. Aglaoph. 2 p. 1166 st.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> doigt :<br /><b>1</b> doigt de la main ; ὁ [[μέγας]] [[δάκτυλος]] le gros doigt, <i>càd</i> le pouce (<i>d'ord.</i> [[ἀντίχειρ]]);<br /><b>2</b> doigt du pied;<br /><b>3</b> doigt, <i>terme de comparaison pour mesurer, mesure d'environ 2 centimètres, la plus petite mesure de longueur chez les Grecs</i>;<br /><b>II.</b> <i>t. de pros.</i> dactyle [‒◡◡] ; vers dactylique.<br />'''Étymologie:''' R. Δεκ <i>ou</i> Δεχ, v. [[δέκομαι]] et [[δέχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δάκτῠλος''': ὁ, ποιητ. πληθ. δάκτυλα, Θεόκρ. 19. 3, Ἀνθ. Π. 9. 365, [[ὡσαύτως]] Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 2· ― ὡς παρ’ ἡμῖν, Λατ. digitus, ἐπὶ δακτύλων συμβάλλεσθαι, λογαριάζειν ἐπὶ τῶν δακτύλων, Ἡρόδ. 6. 63, πρβλ. [[χείρ]]· ὁ [[μέγας]] δ., ὁ [[ἀντίχειρ]], ὁ αὐτ. 3. 8· ὁ [[μέσος]] Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 8, 6· ὁ [[ἔσχατος]] ὁ αὐτ. Αἰτ. Φ. 4. 10, 27. 2) οἱ δ. τῶν ποδῶν Ξεν. Ἀν. 4. 5, 12· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ποδός, ὡς τὸ Λατ. digitus, Ἀριστοφ. Ἱππ. 874, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 15· τὸ τῶν δ. [[μέγεθος]] ἐναντίως ἔχει ἐπί τε τῶν ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν ὁ αὐτ. Ζῴ. Μ. 4. 10, 64· πρβλ. [[δακτυλίδιον]] ΙΙ. β) ἐπὶ τῶν δακτύλων τῶν ζῴων, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 5, κ. ἀλλ.· τῶν πτηνῶν, ὁ αὐτ. Ζῴ. Μ. 4. 12, 34, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἐλάχιστον τῶν Ἑλλην. μέτρων μήκους = [[περίπου]] 0,018 τοῦ γαλλικοῦ μέτρου, Ἡρόδ. 1. 60, κ. ἀλλ.· πίνωμεν· [[δάκτυλος]] [[ἁμέρα]] Ἀλκαῖ. 31· [[δάκτυλος]] ἀὼς Ἀνθ. Π. 12. 50· [[οὕτως]] οἱ νεώτεροι Ἕλληνες ναῦται μετροῦσι τὴν ἀπόστασιν τοῦ ἡλίου ἀπὸ τοῦ ὁρίζοντος διὰ δακτύλων, Newton’s Halicarn.· πρβλ. [[δακτυλιαῖος]]. ΙΙΙ. φοίνιξ, «χουρμᾶς», [[καρπὸς]] τοῦ δένδρου φοίνικος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 10, Ἀρτεμίδ. 5. 89. IV. μετρικὸς [[πούς]], ὁ [[δάκτυλος]], -υυ, Πλάτ. Πολιτ. 400Β· πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 651. V. Δάκτυλοι Ἰδαῖοι, μυθικὰ πρόσωπα ἐν Κρήτῃ, ἱερεῖς τῆς Κυβέλης, [[ὅθεν]] πιθανῶς οἱ αὐτοὶ καὶ οἱ Κορύβαντες, Στράβ. 355· Διόδ. 5. 64· πρβλ. Λοβ. Ἀγλαοφ. 1166, κἑξ. (Πρὸς τὸ δάκτυλος πρβλ. Λατ. digi-tus, Γοτθ. taih-o, Παλαιο-Σκανδ. καὶ Ἀγγλο-Σαξ. t â (ἀγγλ. toe = τοῦ ποδὸς [[δάκτυλος]]), Παλαιο-Γερμ. zeh-ã (Γερμ. zehe). Ὁ Κούρτ, ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΔΕΚ ([[δέχομαι]]), συγκρίνων τὸ finger ἐκ τοῦ fangen· πρβλ., [[ὡσαύτως]] [[δεξιός]]· νομίζει δὲ ὅτι τὸ [[δέκα]], ὡς ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] τῶν δακτύλων, δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] συγγενές).
|lstext='''δάκτῠλος''': ὁ, ποιητ. πληθ. δάκτυλα, Θεόκρ. 19. 3, Ἀνθ. Π. 9. 365, [[ὡσαύτως]] Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 2· ― ὡς παρ’ ἡμῖν, Λατ. digitus, ἐπὶ δακτύλων συμβάλλεσθαι, λογαριάζειν ἐπὶ τῶν δακτύλων, Ἡρόδ. 6. 63, πρβλ. [[χείρ]]· ὁ [[μέγας]] δ., ὁ [[ἀντίχειρ]], ὁ αὐτ. 3. 8· ὁ [[μέσος]] Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 8, 6· ὁ [[ἔσχατος]] ὁ αὐτ. Αἰτ. Φ. 4. 10, 27. 2) οἱ δ. τῶν ποδῶν Ξεν. Ἀν. 4. 5, 12· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ποδός, ὡς τὸ Λατ. digitus, Ἀριστοφ. Ἱππ. 874, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 15· τὸ τῶν δ. [[μέγεθος]] ἐναντίως ἔχει ἐπί τε τῶν ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν ὁ αὐτ. Ζῴ. Μ. 4. 10, 64· πρβλ. [[δακτυλίδιον]] ΙΙ. β) ἐπὶ τῶν δακτύλων τῶν ζῴων, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 5, κ. ἀλλ.· τῶν πτηνῶν, ὁ αὐτ. Ζῴ. Μ. 4. 12, 34, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἐλάχιστον τῶν Ἑλλην. μέτρων μήκους = [[περίπου]] 0,018 τοῦ γαλλικοῦ μέτρου, Ἡρόδ. 1. 60, κ. ἀλλ.· πίνωμεν· [[δάκτυλος]] [[ἁμέρα]] Ἀλκαῖ. 31· [[δάκτυλος]] ἀὼς Ἀνθ. Π. 12. 50· [[οὕτως]] οἱ νεώτεροι Ἕλληνες ναῦται μετροῦσι τὴν ἀπόστασιν τοῦ ἡλίου ἀπὸ τοῦ ὁρίζοντος διὰ δακτύλων, Newton’s Halicarn.· πρβλ. [[δακτυλιαῖος]]. ΙΙΙ. φοίνιξ, «χουρμᾶς», [[καρπὸς]] τοῦ δένδρου φοίνικος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 10, Ἀρτεμίδ. 5. 89. IV. μετρικὸς [[πούς]], ὁ [[δάκτυλος]], -υυ, Πλάτ. Πολιτ. 400Β· πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 651. V. Δάκτυλοι Ἰδαῖοι, μυθικὰ πρόσωπα ἐν Κρήτῃ, ἱερεῖς τῆς Κυβέλης, [[ὅθεν]] πιθανῶς οἱ αὐτοὶ καὶ οἱ Κορύβαντες, Στράβ. 355· Διόδ. 5. 64· πρβλ. Λοβ. Ἀγλαοφ. 1166, κἑξ. (Πρὸς τὸ δάκτυλος πρβλ. Λατ. digi-tus, Γοτθ. taih-o, Παλαιο-Σκανδ. καὶ Ἀγγλο-Σαξ. t â (ἀγγλ. toe = τοῦ ποδὸς [[δάκτυλος]]), Παλαιο-Γερμ. zeh-ã (Γερμ. zehe). Ὁ Κούρτ, ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΔΕΚ ([[δέχομαι]]), συγκρίνων τὸ finger ἐκ τοῦ fangen· πρβλ., [[ὡσαύτως]] [[δεξιός]]· νομίζει δὲ ὅτι τὸ [[δέκα]], ὡς ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] τῶν δακτύλων, δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] συγγενές).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> doigt :<br /><b>1</b> doigt de la main ; ὁ [[μέγας]] [[δάκτυλος]] le gros doigt, <i>càd</i> le pouce (<i>d'ord.</i> [[ἀντίχειρ]]);<br /><b>2</b> doigt du pied;<br /><b>3</b> doigt, <i>terme de comparaison pour mesurer, mesure d'environ 2 centimètres, la plus petite mesure de longueur chez les Grecs</i>;<br /><b>II.</b> <i>t. de pros.</i> dactyle [‒◡◡] ; vers dactylique.<br />'''Étymologie:''' R. Δεκ <i>ou</i> Δεχ, v. [[δέκομαι]] et [[δέχομαι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR