Anonymous

βηλός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0442.png Seite 442]] ὁ (βάω, [[βαίνω]]), <b class="b2">Schwelle, Thürschwelle</b>, Apollon. Lex. Homer. p. 51, 15<b class="b2"> [[βηλός]]</b> ὁ τῆς θύρας [[βαθμός]]; Hom. dreimal, von Götterwohnungen, Iliad. 1, 591 [[ἤδη]] γάρ με καὶ ἄλλοτ' ἀλεξέμεναι μεμαῶτα ῥῖψε, ποδὸς [[τεταγών]], ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο, Woh nung des Zeus; 15, 23 ὃν δὲ λάβοιμι, ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ, ὄφρ' ἂν ἵκηται γῆν [[ὀλιγηπελέων]], Wohnung des Zeus; 23, 202 θέουσα δὲ [[Ἶρις]] ἐπέστη βηλῷ ἔπι λιθέῳ, Wohnung des Zephyros. Der Grammatiker Krates hielt das Wort für chaldäisch, Scholl. Iliad. 1, 591 [[Κράτης]] δὲ περισπῶν τὴν πρώτην συλλαβὴν Χαλδαϊκὴν εἶναι τὴν λέξιν ἀποδίδωσιν. Vgl. Scholl. Iliad. 15, 23 und Sengebusch Homer. dis sert. 1 p. 60. Überhaupt gab das Wort zu vielen Erörterungen Anlaß: Scholl. Iliad. 1, 591 Παρμενίων δὲ ὁ [[γλωσσογράφος]] φησὶν Ἀχαιοὺς καὶ Δρύοπας καλεῖν τὸν οὐρανὸν βηλόν, und Ἀγαθοκλῆς δὲ τὴν πάντων περιοχήν, καὶ βεβηκότας φέρειν τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας. – Aeschyl. Choeph. 571 βαλὸν ἕρκειον πυλῶν, Königsburg des Aegisthos, vgl. Bekk. Anecd. 1 p. 224, 16 [[Βατήρ]]: – σημαίνει δὲ καὶ τὸν τῆς θύρας οὐδόν, ὃν [[Ὅμηρος]] βηλό ν, οἱ δὲ τραγικοὶ βαλόν. – Quint. Sm. 13, 483 βηλὸν ἀστερόεντα der Himmel.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0442.png Seite 442]] ὁ (βάω, [[βαίνω]]), <b class="b2">Schwelle, Thürschwelle</b>, Apollon. Lex. Homer. p. 51, 15<b class="b2"> [[βηλός]]</b> ὁ τῆς θύρας [[βαθμός]]; Hom. dreimal, von Götterwohnungen, Iliad. 1, 591 [[ἤδη]] γάρ με καὶ ἄλλοτ' ἀλεξέμεναι μεμαῶτα ῥῖψε, ποδὸς [[τεταγών]], ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο, Woh nung des Zeus; 15, 23 ὃν δὲ λάβοιμι, ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ, ὄφρ' ἂν ἵκηται γῆν [[ὀλιγηπελέων]], Wohnung des Zeus; 23, 202 θέουσα δὲ [[Ἶρις]] ἐπέστη βηλῷ ἔπι λιθέῳ, Wohnung des Zephyros. Der Grammatiker Krates hielt das Wort für chaldäisch, Scholl. Iliad. 1, 591 [[Κράτης]] δὲ περισπῶν τὴν πρώτην συλλαβὴν Χαλδαϊκὴν εἶναι τὴν λέξιν ἀποδίδωσιν. Vgl. Scholl. Iliad. 15, 23 und Sengebusch Homer. dis sert. 1 p. 60. Überhaupt gab das Wort zu vielen Erörterungen Anlaß: Scholl. Iliad. 1, 591 Παρμενίων δὲ ὁ [[γλωσσογράφος]] φησὶν Ἀχαιοὺς καὶ Δρύοπας καλεῖν τὸν οὐρανὸν βηλόν, und Ἀγαθοκλῆς δὲ τὴν πάντων περιοχήν, καὶ βεβηκότας φέρειν τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας. – Aeschyl. Choeph. 571 βαλὸν ἕρκειον πυλῶν, Königsburg des Aegisthos, vgl. Bekk. Anecd. 1 p. 224, 16 [[Βατήρ]]: – σημαίνει δὲ καὶ τὸν τῆς θύρας οὐδόν, ὃν [[Ὅμηρος]] βηλό ν, οἱ δὲ τραγικοὶ βαλόν. – Quint. Sm. 13, 483 βηλὸν ἀστερόεντα der Himmel.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />seuil d'une maison ; maison, demeure.<br />'''Étymologie:''' R. Βα, marcher ; v. [[βαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βηλός''': Δωρ. βᾱλὸς ([[ὅστις]] [[τύπος]] [[εἶναι]] ὁ σταθερῶς ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ., Α. Β. 224), ὁ, (√ΒΑ, βαίνω)· - ὁ [[οὐδός]], τὸ κατώφλιον, Λατ. limen, Ἰλ. Α. 591, Αἰσχύλ. Χο. 571.
|lstext='''βηλός''': Δωρ. βᾱλὸς ([[ὅστις]] [[τύπος]] [[εἶναι]] ὁ σταθερῶς ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ., Α. Β. 224), ὁ, (√ΒΑ, βαίνω)· - ὁ [[οὐδός]], τὸ κατώφλιον, Λατ. limen, Ἰλ. Α. 591, Αἰσχύλ. Χο. 571.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />seuil d'une maison ; maison, demeure.<br />'''Étymologie:''' R. Βα, marcher ; v. [[βαίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth