Anonymous

διαμένω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] (s. μένωγ, verbleiben, verweilen, ausdauern; ἐν [[ταύτῃ]] τῇ ἕξει Plat. Prot. 844 b) u. sonst oft bei Att.; ἐπί τινι, bei etwas, Xen. Apol. 50; ἐπὶ τῶν αὐτῶν Pol. 1, 18, 6; ἐν ἑαυτῷ, bei sich, bei Vetstande bleiben, 10, 40, 6; τῇ φιλίᾳ, D. Sic. 14, 48; – c. partic., λέγων Dem. 8, 71, wie [[διατελέω]]. – Uebh. = Bestand haben; ἔτι καὶ νῦν, Xen. Cyr. 8, 1, 8; [[μέχρι]] νῦν Plut. Rom. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] (s. μένωγ, verbleiben, verweilen, ausdauern; ἐν [[ταύτῃ]] τῇ ἕξει Plat. Prot. 844 b) u. sonst oft bei Att.; ἐπί τινι, bei etwas, Xen. Apol. 50; ἐπὶ τῶν αὐτῶν Pol. 1, 18, 6; ἐν ἑαυτῷ, bei sich, bei Vetstande bleiben, 10, 40, 6; τῇ φιλίᾳ, D. Sic. 14, 48; – c. partic., λέγων Dem. 8, 71, wie [[διατελέω]]. – Uebh. = Bestand haben; ἔτι καὶ νῦν, Xen. Cyr. 8, 1, 8; [[μέχρι]] νῦν Plut. Rom. 15.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> rester jusqu’au bout, demeurer, persister : [[ἐπί]] τινι dans qqe état, dans qqe sentiment, <i>etc.</i><br /><b>2</b> rester ferme, se maintenir fermement ; supporter patiemment.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μένω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμένω''': μέλλ. -μενῶ· πρκμ. -μεμένηκα· - [[μένω]] διαρκῶς, τινὶ Ἱππ. 1248Ε, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 7· - [[ἐπιμένω]], ἔν τινι Πλάτ. Πρωτ. 344Β· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπολ. 30· δ. ἐν ἑαυτῷ, ἐπιμένει εἰς τὸν σκοπόν του, Πολύβ. 10. 40, 6· - ἀπολ., τηρῶ τὴν θέσιν μου, [[μένω]] [[σταθερός]], Δημ. 44. 10., 583, 27· διατηροῦμαι, ἐξακολουθῶ νὰ [[ὑπάρχω]], νὰ ζῶ, Ἐπίχ. 146 Ahr.· [[ὑπομένω]], εἶμαι [[ἰσχυρός]], Ἰσοκρ. 169D· ἐπὶ μορφῆς, χρώματος, κτλ., ταὐτὸν δ., ἐξακολουθῶ ὢν ὁ [[αὐτός]], εἶμαι [[διαρκής]], Ἄλεξ. Βρεττ. 2· [[χρῶμα]] διαμένον Νικόλ. Ἀδήλ. 1. 28, πρβλ. Ἀντιφ. Ἀδήλ. 60· - μετὰ μετοχ., δ. λέγων Δημ. 107. 21· δ. ὅμοιοι ὄντες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 5.
|lstext='''διαμένω''': μέλλ. -μενῶ· πρκμ. -μεμένηκα· - [[μένω]] διαρκῶς, τινὶ Ἱππ. 1248Ε, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 7· - [[ἐπιμένω]], ἔν τινι Πλάτ. Πρωτ. 344Β· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπολ. 30· δ. ἐν ἑαυτῷ, ἐπιμένει εἰς τὸν σκοπόν του, Πολύβ. 10. 40, 6· - ἀπολ., τηρῶ τὴν θέσιν μου, [[μένω]] [[σταθερός]], Δημ. 44. 10., 583, 27· διατηροῦμαι, ἐξακολουθῶ νὰ [[ὑπάρχω]], νὰ ζῶ, Ἐπίχ. 146 Ahr.· [[ὑπομένω]], εἶμαι [[ἰσχυρός]], Ἰσοκρ. 169D· ἐπὶ μορφῆς, χρώματος, κτλ., ταὐτὸν δ., ἐξακολουθῶ ὢν ὁ [[αὐτός]], εἶμαι [[διαρκής]], Ἄλεξ. Βρεττ. 2· [[χρῶμα]] διαμένον Νικόλ. Ἀδήλ. 1. 28, πρβλ. Ἀντιφ. Ἀδήλ. 60· - μετὰ μετοχ., δ. λέγων Δημ. 107. 21· δ. ὅμοιοι ὄντες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 5.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> rester jusqu’au bout, demeurer, persister : [[ἐπί]] τινι dans qqe état, dans qqe sentiment, <i>etc.</i><br /><b>2</b> rester ferme, se maintenir fermement ; supporter patiemment.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μένω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR