3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0524.png Seite 524]] εῖα, ὑ, [[dicht]], [[rauch]]; verwandt das Latein. densus. Bei Homer δασὐς zweimal, in einer und derselben Stelle, Odyss. 14, 49. 51 εἷσεν δ' εἰσαγαγών, ῥῶπας δ' ὑπέχευε δασείας, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ [[δέρμα]] ἰονθάδος ἀγρίου αἲγός, αὐτοῦ ἐνεύναιον, μέγα [[καί]] δασύ. Vgl. das Compositum δασὐμαλλος Odyss. 9, 435. – Bei den Folgenden heißt δασὐς: – 1) [[dichtbehaart]]; μασχάλαι λόχμης δασὐτεραι Ar. Eccl. 61; γέῥῥα δασειῶν βοῶν u. βοῶν δασέα, von rauchen, d. i. rohen Fellen, Xen. An. 4, 7, 22. 5, 4, 12; χειρῐδες Cyr. 8, 8, 17; τὰ σώματα δασεῖς Arr. Ind. 24; bärtig, Strat. 12 (XII, 26); δασεῖς καὶ προβεβηκότες entgeggstzt den νεώτεροι Buto Stob. flor. 6, 29; Ggstz λεῐος, Eubul. Ath. X, 449 e (v. 2). – Auch [[ἱμάτιον]], Philem. bei D. L. 6, 87. – 2) mit Bäumen dicht bewachsen, γῆ δασέη ὕλῃ παντοίῃ Her. 4, 21; vgl. 191; [[χωρίον]] δασύ Thuc. 4, 29, = ὑλῶδες; öfter Xen., [[χωρίον]] δασὺ πίτυσι, ποταμὸς δασὺς δέν, δρεσι, An. 4, 7, 6. 8, 2; [[παράδεισος]] δασὺς παντοίων δένδρων 2, 4, 14; Folgde; τὰ δασέα, dichtes Gebüsch, 4, 7, 7 u. öfter. Aehnl. [[στέφανος]] Plat. Conv. 212 e. Von Wolken Diod. 3, 44. – 3) [[πνεῦμα]] δασύ, spiritus asper, Gramm.; auch δασεῖα [[προσῳδία]], vgl. Ath. IX, 398 a; τὰ δασέα, aspiratae: φ, χ, θ. – Adv., δασέως ἔχειν Arist. physiogn. 6, 39. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0524.png Seite 524]] εῖα, ὑ, [[dicht]], [[rauch]]; verwandt das Latein. densus. Bei Homer δασὐς zweimal, in einer und derselben Stelle, Odyss. 14, 49. 51 εἷσεν δ' εἰσαγαγών, ῥῶπας δ' ὑπέχευε δασείας, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ [[δέρμα]] ἰονθάδος ἀγρίου αἲγός, αὐτοῦ ἐνεύναιον, μέγα [[καί]] δασύ. Vgl. das Compositum δασὐμαλλος Odyss. 9, 435. – Bei den Folgenden heißt δασὐς: – 1) [[dichtbehaart]]; μασχάλαι λόχμης δασὐτεραι Ar. Eccl. 61; γέῥῥα δασειῶν βοῶν u. βοῶν δασέα, von rauchen, d. i. rohen Fellen, Xen. An. 4, 7, 22. 5, 4, 12; χειρῐδες Cyr. 8, 8, 17; τὰ σώματα δασεῖς Arr. Ind. 24; bärtig, Strat. 12 (XII, 26); δασεῖς καὶ προβεβηκότες entgeggstzt den νεώτεροι Buto Stob. flor. 6, 29; Ggstz λεῐος, Eubul. Ath. X, 449 e (v. 2). – Auch [[ἱμάτιον]], Philem. bei D. L. 6, 87. – 2) mit Bäumen dicht bewachsen, γῆ δασέη ὕλῃ παντοίῃ Her. 4, 21; vgl. 191; [[χωρίον]] δασύ Thuc. 4, 29, = ὑλῶδες; öfter Xen., [[χωρίον]] δασὺ πίτυσι, ποταμὸς δασὺς δέν, δρεσι, An. 4, 7, 6. 8, 2; [[παράδεισος]] δασὺς παντοίων δένδρων 2, 4, 14; Folgde; τὰ δασέα, dichtes Gebüsch, 4, 7, 7 u. öfter. Aehnl. [[στέφανος]] Plat. Conv. 212 e. Von Wolken Diod. 3, 44. – 3) [[πνεῦμα]] δασύ, spiritus asper, Gramm.; auch δασεῖα [[προσῳδία]], vgl. Ath. IX, 398 a; τὰ δασέα, aspiratae: φ, χ, θ. – Adv., δασέως ἔχειν Arist. physiogn. 6, 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εῖα, ύ;<br /><b>I.</b> touffu :<br /><b>1</b> velu, poilu;<br /><b>2</b> chevelu;<br /><b>3</b> barbu;<br /><b>4</b> feuillu, couvert de feuilles;<br /><b>5</b> couvert d'arbres, boisé : [[γῆ]] δασέη ὕλῃ παντοίῃ HDT terre couverte d'arbres de toute sorte ; <i>rar. avec le gén.</i> δασὺς παντοίων δένδρων XÉN couvert d'arbres de toute sorte ; <i>abs.</i> τὸ δασύ XÉN pays boisé;<br /><b>II.</b> <i>p. ext. de</i>nse, épais;<br /><b>III.</b> <i>t. de gramm.</i> rude <i>ou</i> aspiré (son) ; δασὺ [[πνεῦμα]] esprit rude ; ἡ δασεῖα ([[προσῳδία]]) l'esprit rude ; [[τὰ δασέα]] (γράμματα) les consonnes aspirées (φχθ).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> densus. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰσύς''': εῖα, ύ· Ἰων. θηλ. [[δασέα]] Ἡρόδ. 3. 32 (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ἀντίθετ. τῷ ψιλὸς ὑπὸ πᾶσαν ἔννοιαν. Ι. ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν πυκνότριχα, δασεῖαν, 1) ὁ κατακεκαλυμμένος διὰ τριχῶν, [[τριχώδης]], [[πυκνόθριξ]], [[τραχύς]], δέρμα… μέγα καὶ δασὺ Ὀδ. Ξ. 51· δ. γενέσθαι, ἐπὶ τῶν φαλακρῶν, ἀνακτῶμαι τὴν κόμην, Ἱππ. Ἀφ. 1257· ἐπὶ λαγιδέων, χνουδωτός, Ἡρόδ. 3. 108· γέρρα [[δασέα]] βοῶν ἢ βοῶν δασειῶν ὠμοβόϊνα, ἀσπίδες ἐκ δέρματος φέροντος καὶ τὴν [[τρίχα]], Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22., 5. 4, 12. ―Ἐπίρρ., δασέως ἔχειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 39. 2) [[πυκνόφυλλος]], Ὀδ. Ξ. 49· [[θρίδαξ]] [[δασέα]], ἀντίθ. τῷ παρατετιλμένη, Ἡρόδ. 3. 32· ― ἐπὶ τόπων, πυκνῶς κατειλημμένος ἐκ θάμνων, δένδρων, κτλ., ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 191, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 280· διὰ… τῶν δασέων, διὰ μέσου τῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 325· ἢ μ. δοτ. τρόπου, δ. ὕλῃ παντοίῃ Ἡρόδ. 4. 21· ἴδῃσι [[αὐτόθι]] 109· ἐλαίαις Λυσ. 109. 3· σπαν. μετὰ γεν., δ. παντοίων δένδρων Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14· ― τὸ δασύ, [[δασώδης]] [[χώρα]], ὁ αὐτ. 4. 7, 7. 3) [[καθόλου]], [[τραχύς]], [[πυκνός]], νεφέλαι Διόδ. 3. 45. ΙΙ. ἔχων δασὺ [[πνεῦμα]], Ἀριστ. π. Ἀκουσμ. 70, καὶ Γραμμ., ἰδίως ἐν τῷ ἐπιρρ. –έως· ἡ δασεῖα(ἐνν. [[προσῳδία]]), τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], Σέλευκ. παρ’ Ἀθήν. 398Α, κτλ. (Πιθ. ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] ἦτο δασυλός, πρβλ. [[ἡδύλος]] [[ἡδύς]], παχυλὸς [[παχύς]]· [[ὥστε]] θὰ παράγηται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς καὶ τὸ δαυλός· συγγενεύει [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ Λατ. densus, ὡς τὸ [[βάθος]] πρὸς τὸ [[βένθος]]· [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] συγγενὲς τῷ [[λάσιος]], ἴδε Δδ ΙΙ. 6.) ― Συγκρ. δασύτερος, ὑπερθ. δασύτατος. | |lstext='''δᾰσύς''': εῖα, ύ· Ἰων. θηλ. [[δασέα]] Ἡρόδ. 3. 32 (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ἀντίθετ. τῷ ψιλὸς ὑπὸ πᾶσαν ἔννοιαν. Ι. ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν πυκνότριχα, δασεῖαν, 1) ὁ κατακεκαλυμμένος διὰ τριχῶν, [[τριχώδης]], [[πυκνόθριξ]], [[τραχύς]], δέρμα… μέγα καὶ δασὺ Ὀδ. Ξ. 51· δ. γενέσθαι, ἐπὶ τῶν φαλακρῶν, ἀνακτῶμαι τὴν κόμην, Ἱππ. Ἀφ. 1257· ἐπὶ λαγιδέων, χνουδωτός, Ἡρόδ. 3. 108· γέρρα [[δασέα]] βοῶν ἢ βοῶν δασειῶν ὠμοβόϊνα, ἀσπίδες ἐκ δέρματος φέροντος καὶ τὴν [[τρίχα]], Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22., 5. 4, 12. ―Ἐπίρρ., δασέως ἔχειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 39. 2) [[πυκνόφυλλος]], Ὀδ. Ξ. 49· [[θρίδαξ]] [[δασέα]], ἀντίθ. τῷ παρατετιλμένη, Ἡρόδ. 3. 32· ― ἐπὶ τόπων, πυκνῶς κατειλημμένος ἐκ θάμνων, δένδρων, κτλ., ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 191, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 280· διὰ… τῶν δασέων, διὰ μέσου τῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 325· ἢ μ. δοτ. τρόπου, δ. ὕλῃ παντοίῃ Ἡρόδ. 4. 21· ἴδῃσι [[αὐτόθι]] 109· ἐλαίαις Λυσ. 109. 3· σπαν. μετὰ γεν., δ. παντοίων δένδρων Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14· ― τὸ δασύ, [[δασώδης]] [[χώρα]], ὁ αὐτ. 4. 7, 7. 3) [[καθόλου]], [[τραχύς]], [[πυκνός]], νεφέλαι Διόδ. 3. 45. ΙΙ. ἔχων δασὺ [[πνεῦμα]], Ἀριστ. π. Ἀκουσμ. 70, καὶ Γραμμ., ἰδίως ἐν τῷ ἐπιρρ. –έως· ἡ δασεῖα(ἐνν. [[προσῳδία]]), τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], Σέλευκ. παρ’ Ἀθήν. 398Α, κτλ. (Πιθ. ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] ἦτο δασυλός, πρβλ. [[ἡδύλος]] [[ἡδύς]], παχυλὸς [[παχύς]]· [[ὥστε]] θὰ παράγηται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς καὶ τὸ δαυλός· συγγενεύει [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ Λατ. densus, ὡς τὸ [[βάθος]] πρὸς τὸ [[βένθος]]· [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] συγγενὲς τῷ [[λάσιος]], ἴδε Δδ ΙΙ. 6.) ― Συγκρ. δασύτερος, ὑπερθ. δασύτατος. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |