Anonymous

γουνάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0503.png Seite 503]] dep. med., Jemandes Kniee umfassen, fußfällig anflehen, auch katachrestisch, = flehen, anflehen, ohne daß man die Kniee des Anderen umfaßt; absolut, und τινά, Jemanden, τινός, [[πρός]] τινος, bei Etwas, bei Einem, auch [[ὑπέρ]] τινος, eigentlich = für Jemanden; fut. Iliad. 1, 427 [[καί]] μιν γουνάσομαι; praes., Iliad. 22, 345 μή με γούνων γουνάζεο μηδὲ τοκήων; Odyss. 13, 324 νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς [[γουνάζομαι]]; 11, 66 νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν [[γουνάζομαι]], οὐ παρεόντων, [[πρός]] τ' ἀλόχου καὶ πατρός, ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα, Τηλεμάχου θ', ὃν μοῦνον ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπες; Iliad. 15, 665 τῶν ὕπερ ἐνθάδ' ἐγὼ [[γουνάζομαι]] οὐ παρεόντων ἡστάμεναι κρατερῶς; ganz absolut, imperfect., Iliad. 11, 130 τὼ δ' αὖτ' ἐκ δίφρου γουναζέσθην, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι –. καὶ ὅτι τὸ γουναζέσθην καταχρηστικῶς ἀντὶ τοῦ ἱκέτευον. – Sp. Ep.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0503.png Seite 503]] dep. med., Jemandes Kniee umfassen, fußfällig anflehen, auch katachrestisch, = flehen, anflehen, ohne daß man die Kniee des Anderen umfaßt; absolut, und τινά, Jemanden, τινός, [[πρός]] τινος, bei Etwas, bei Einem, auch [[ὑπέρ]] τινος, eigentlich = für Jemanden; fut. Iliad. 1, 427 [[καί]] μιν γουνάσομαι; praes., Iliad. 22, 345 μή με γούνων γουνάζεο μηδὲ τοκήων; Odyss. 13, 324 νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς [[γουνάζομαι]]; 11, 66 νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν [[γουνάζομαι]], οὐ παρεόντων, [[πρός]] τ' ἀλόχου καὶ πατρός, ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα, Τηλεμάχου θ', ὃν μοῦνον ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπες; Iliad. 15, 665 τῶν ὕπερ ἐνθάδ' ἐγὼ [[γουνάζομαι]] οὐ παρεόντων ἡστάμεναι κρατερῶς; ganz absolut, imperfect., Iliad. 11, 130 τὼ δ' αὖτ' ἐκ δίφρου γουναζέσθην, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι –. καὶ ὅτι τὸ γουναζέσθην καταχρηστικῶς ἀντὶ τοῦ ἱκέτευον. – Sp. Ep.
}}
{{bailly
|btext=toucher les genoux en suppliant ; supplier, implorer : τινα γουνάζεσθαι IL toucher les genoux de qqn (pour le supplier) ; τινα [[γούνων]] γουνάζεσθαι IL implorer qqn en lui touchant les genoux : τινα τινός <i>ou</i> [[πρός]] τινος γουνάζεσθαι toucher les genoux de qqn et l'implorer au nom de qqn (de ses parents, <i>etc.</i>) ; γουνάζεσθαι [[ὑπέρ]] τινος toucher les genoux (de qqn), <i>càd</i> le supplier, au nom de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[γόνυ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γουνάζομαι''': μέλλ.–σομαι· ἀποθ. (γόνυ).― Ἐπ. [[ῥῆμα]], ἅπτομαι τῶν γονάτων τινός, πιάνω τὰ γόνατά του (ἴδε ἐν γ. γόνυ Ι. 2), καὶ [[ἑπομένως]], [[ἱκετεύω]], δέομαι, παρακαλῶ, ἀπολ., Ἰλ. Λ. 130· μετ᾿ ἀπαρεμφ., τῶν ὕπερ... [[γουνάζομαι]] οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς, ἐν ὀνόματι τῶν ὁποίων... σᾶς [[ἱκετεύω]], τηρήσατε τὰς θέσεις σας ἰσχυρῶς, Ο. 665· νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς [[γουνάζομαι]] Ὀδ. Ν. 324· νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γ.,... [[πρός]] τ᾿ ἀλόχου πατρός τε Λ. 66· [[ὡσαύτως]], μή με... γούνων γουνάζεο, μή με ἱκέτευε [πιάνων με] ἐκ τῶν γονάτων μου, Ἰλ. Χ. 345, πρβλ. Ὀδ. Ν. 324.
|lstext='''γουνάζομαι''': μέλλ.–σομαι· ἀποθ. (γόνυ).― Ἐπ. [[ῥῆμα]], ἅπτομαι τῶν γονάτων τινός, πιάνω τὰ γόνατά του (ἴδε ἐν γ. γόνυ Ι. 2), καὶ [[ἑπομένως]], [[ἱκετεύω]], δέομαι, παρακαλῶ, ἀπολ., Ἰλ. Λ. 130· μετ᾿ ἀπαρεμφ., τῶν ὕπερ... [[γουνάζομαι]] οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς, ἐν ὀνόματι τῶν ὁποίων... σᾶς [[ἱκετεύω]], τηρήσατε τὰς θέσεις σας ἰσχυρῶς, Ο. 665· νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς [[γουνάζομαι]] Ὀδ. Ν. 324· νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γ.,... [[πρός]] τ᾿ ἀλόχου πατρός τε Λ. 66· [[ὡσαύτως]], μή με... γούνων γουνάζεο, μή με ἱκέτευε [πιάνων με] ἐκ τῶν γονάτων μου, Ἰλ. Χ. 345, πρβλ. Ὀδ. Ν. 324.
}}
{{bailly
|btext=toucher les genoux en suppliant ; supplier, implorer : τινα γουνάζεσθαι IL toucher les genoux de qqn (pour le supplier) ; τινα [[γούνων]] γουνάζεσθαι IL implorer qqn en lui touchant les genoux : τινα τινός <i>ou</i> [[πρός]] τινος γουνάζεσθαι toucher les genoux de qqn et l'implorer au nom de qqn (de ses parents, <i>etc.</i>) ; γουνάζεσθαι [[ὑπέρ]] τινος toucher les genoux (de qqn), <i>càd</i> le supplier, au nom de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[γόνυ]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth