Anonymous

εἰσιτήριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0743.png Seite 743]] zum Eingang gehörig, bes. τὰ εἰσιτήρια, Opfer beim Anfange des Jahres, nach B. A. 245 beim Antritt eines Amtes, [[ὅταν]] βουλεύειν ἢ [[ὅταν]] ἄρχειν τις χειροτονηθῇ, wo auch ein solches Opfer beim Eintritt der βουλὴ εἰς τὸ [[δικαστήριον]] erwähnt ist;;ibd. p. 187 steht einfach ἀρχὴ τοῦ ἔτους [[ἱερά]], ἐν ᾑ προϊᾶσιν ἄρχοντες. Vgl. Dem. 19, 190. 21, 114; θυσίαι Heliod. 7, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0743.png Seite 743]] zum Eingang gehörig, bes. τὰ εἰσιτήρια, Opfer beim Anfange des Jahres, nach B. A. 245 beim Antritt eines Amtes, [[ὅταν]] βουλεύειν ἢ [[ὅταν]] ἄρχειν τις χειροτονηθῇ, wo auch ein solches Opfer beim Eintritt der βουλὴ εἰς τὸ [[δικαστήριον]] erwähnt ist;;ibd. p. 187 steht einfach ἀρχὴ τοῦ ἔτους [[ἱερά]], ἐν ᾑ προϊᾶσιν ἄρχοντες. Vgl. Dem. 19, 190. 21, 114; θυσίαι Heliod. 7, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>anc. att.</i> [[ἐσιτήριος]];<br />qui concerne l'entrée <i>ou</i> l'abord.<br />'''Étymologie:''' [[εἴσειμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσιτήριος''': -ον, ([[εἴσειμι]]) ὁ τῆς εἰσόδου, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον· - εἰσιτήρια (ἐνν. [[ἱερά]]), τά, [[θυσία]] κατὰ τὴν ἀρχὴν ἔτους ἢ κατὰ τὴν εἰσέλευσιν εἰς [[ἀξίωμα]], Δημ. 400. 24· εἰσιτήρια [[ὑπὲρ]] τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι ὁ αὐτ. 552. 3, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1245· [[οὕτως]], εἰσιτήριοι θυσίαι Ἡλιόδ. 7. 2· πρβλ. [[εἰσηλύσια]].
|lstext='''εἰσιτήριος''': -ον, ([[εἴσειμι]]) ὁ τῆς εἰσόδου, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον· - εἰσιτήρια (ἐνν. [[ἱερά]]), τά, [[θυσία]] κατὰ τὴν ἀρχὴν ἔτους ἢ κατὰ τὴν εἰσέλευσιν εἰς [[ἀξίωμα]], Δημ. 400. 24· εἰσιτήρια [[ὑπὲρ]] τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι ὁ αὐτ. 552. 3, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1245· [[οὕτως]], εἰσιτήριοι θυσίαι Ἡλιόδ. 7. 2· πρβλ. [[εἰσηλύσια]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>anc. att.</i> [[ἐσιτήριος]];<br />qui concerne l'entrée <i>ou</i> l'abord.<br />'''Étymologie:''' [[εἴσειμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml