Anonymous

διοπεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[ser oficial]] de un barco διοπεύων τὴν ναῦν D.35.20, 34, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. de una ciudad [[ἀκάτιον]]· ὁ διοπεύων τὴν πόλιν ἄρχων Hsch.
|dgtxt=[[ser oficial]] de un barco διοπεύων τὴν ναῦν D.35.20, 34, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. de una ciudad [[ἀκάτιον]]· ὁ διοπεύων τὴν πόλιν ἄρχων Hsch.
}}
{{bailly
|btext=être commandant de navire.<br />'''Étymologie:''' [[δίοπος]]¹, codd. [[διοπτεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διοπεύω''': ἐπιστατῶ κατὰ τὴν φόρτωσιν πλοίου, [[ἐπιβλέπω]] εἰς τὸ [[φορτίον]] καὶ τὴν φόρτωσιν (πρβλ. [[δίοπος]], ὁ, ΙΙ), δ. τὴν ναῦν (κατὰ διόρθ. τοῦ Δινδ. ἐκ τοῦ Ἁρποκρ. ἀντὶ τοῦ διοπτεύων), παρὰ Δημ. 929. 20., 934. 22.
|lstext='''διοπεύω''': ἐπιστατῶ κατὰ τὴν φόρτωσιν πλοίου, [[ἐπιβλέπω]] εἰς τὸ [[φορτίον]] καὶ τὴν φόρτωσιν (πρβλ. [[δίοπος]], ὁ, ΙΙ), δ. τὴν ναῦν (κατὰ διόρθ. τοῦ Δινδ. ἐκ τοῦ Ἁρποκρ. ἀντὶ τοῦ διοπτεύων), παρὰ Δημ. 929. 20., 934. 22.
}}
{{bailly
|btext=être commandant de navire.<br />'''Étymologie:''' [[δίοπος]]¹, codd. [[διοπτεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml