Anonymous

εὔξενος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1084.png Seite 1084]] ion. u. p. εὔξεινος, gut gegen Fremde, gastfreundlich, [[gastlich]], von Menschen wie von Ländern u. Wohnungen; εἰς ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων Aesch. Ch. 701; λιμένα τὸν εὐξεινότατον ναύται ς Eur. Hipp. 157; [[πόντος]] I. T. 125, das Schwarze Meer, seit seine Küsten mit hellenischen Pflanzstädten bedeckt waren, früher [[ἄξενος]], wegen seiner wilden Anwohner is. nom. pr.). – Ζεὺς ἐΰξεινος, Ap. Rh. 2, 378, sonst [[ξείνιος]], der Beschützer der Gastfreundschaft. – Adv. εὐξένως, p. εὐξείνως, Ap. Rh. 1, 963.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1084.png Seite 1084]] ion. u. p. εὔξεινος, gut gegen Fremde, gastfreundlich, [[gastlich]], von Menschen wie von Ländern u. Wohnungen; εἰς ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων Aesch. Ch. 701; λιμένα τὸν εὐξεινότατον ναύται ς Eur. Hipp. 157; [[πόντος]] I. T. 125, das Schwarze Meer, seit seine Küsten mit hellenischen Pflanzstädten bedeckt waren, früher [[ἄξενος]], wegen seiner wilden Anwohner is. nom. pr.). – Ζεὺς ἐΰξεινος, Ap. Rh. 2, 378, sonst [[ξείνιος]], der Beschützer der Gastfreundschaft. – Adv. εὐξένως, p. εὐξείνως, Ap. Rh. 1, 963.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>ion.</i> [[εὔξεινος]];<br /><b>1</b> qui concerne les hôtes ; réservé aux hôtes (appartement);<br /><b>2</b> hospitalier : ὁ [[πόντος]] ὁ Εὔξεινος, ὁ [[πόντος]] Εὔξεινος, ὁ Εὔξεινος le Pont-Euxin <i>litt.</i> la mer hospitalière, <i>p. antiphrase, à cause des populations sauvages de son littoral</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ξένος]] -- DELG, en fait antiphrase de Ἄξεινος [[πόντος]] « la mer inhospitalière », calque d'un mot perse signifiant « noir », au sens métaphorique, à cause de ses tempêtes.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔξενος''': Ἰων. εὔξεινος, ον, ἀγαθὸς πρὸς τοὺς ξένους, [[φιλόξενος]], [[φιλικός]], ἀνδρῶνας εὐξ. δόμων, τοὺς θαλάμους τοὺς ὡρισμένους πρὸς ὑποδοχὴν τῶν ξένων, Αἰσχύλ. Χο. 712· λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Εὐρ. Ἱππ. 157: - Ἐπικ. Ἐπίρρ. ἐϋξείνως Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 963, 1179. ΙΙ. Πόντος Εὔξεινος, ἡ [[τανῦν]] Μαύρη Θάλασσα, Ἡρόδ. 1. 6, κ. ἀλλ., Εὐρ. Ι. Τ. 125, κτλ.· εὔξ. [[πέλαγος]] Πινδ. Ν. 4. 80· [[οἶδμα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 410, κτλ.· ὁ Εὔξεινος μόνον, Στράβ. 491. - [[Κατὰ]] πρῶτον τὸ [[πάλαι]] ἐκαλεῖτο [[ἄξενος]], ὁ ἀφιλόξενος, ἐκ τῶν ἀγρίων φυλῶν αἵτινες κατῴκουν τὰ παράλια [[αὐτοῦ]] (dictus ab antiquis Axenus ille fuit, Ὀβιδ. Trist. 4. 4, 56): - [[ἴσως]] τὸ [[ὄνομα]] εὔξεινος ἐλέχθη κατ’ εὐφημισμόν, ὡς τὸ [[Εὐμενίδες]].
|lstext='''εὔξενος''': Ἰων. εὔξεινος, ον, ἀγαθὸς πρὸς τοὺς ξένους, [[φιλόξενος]], [[φιλικός]], ἀνδρῶνας εὐξ. δόμων, τοὺς θαλάμους τοὺς ὡρισμένους πρὸς ὑποδοχὴν τῶν ξένων, Αἰσχύλ. Χο. 712· λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Εὐρ. Ἱππ. 157: - Ἐπικ. Ἐπίρρ. ἐϋξείνως Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 963, 1179. ΙΙ. Πόντος Εὔξεινος, ἡ [[τανῦν]] Μαύρη Θάλασσα, Ἡρόδ. 1. 6, κ. ἀλλ., Εὐρ. Ι. Τ. 125, κτλ.· εὔξ. [[πέλαγος]] Πινδ. Ν. 4. 80· [[οἶδμα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 410, κτλ.· ὁ Εὔξεινος μόνον, Στράβ. 491. - [[Κατὰ]] πρῶτον τὸ [[πάλαι]] ἐκαλεῖτο [[ἄξενος]], ὁ ἀφιλόξενος, ἐκ τῶν ἀγρίων φυλῶν αἵτινες κατῴκουν τὰ παράλια [[αὐτοῦ]] (dictus ab antiquis Axenus ille fuit, Ὀβιδ. Trist. 4. 4, 56): - [[ἴσως]] τὸ [[ὄνομα]] εὔξεινος ἐλέχθη κατ’ εὐφημισμόν, ὡς τὸ [[Εὐμενίδες]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>ion.</i> [[εὔξεινος]];<br /><b>1</b> qui concerne les hôtes ; réservé aux hôtes (appartement);<br /><b>2</b> hospitalier : ὁ [[πόντος]] ὁ Εὔξεινος, ὁ [[πόντος]] Εὔξεινος, ὁ Εὔξεινος le Pont-Euxin <i>litt.</i> la mer hospitalière, <i>p. antiphrase, à cause des populations sauvages de son littoral</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ξένος]] -- DELG, en fait antiphrase de Ἄξεινος [[πόντος]] « la mer inhospitalière », calque d'un mot perse signifiant « noir », au sens métaphorique, à cause de ses tempêtes.
}}
}}
{{grml
{{grml