Anonymous

κέλευθος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1414.png Seite 1414]] ἡ, im plur. poet. auch τὰ κέλευθα, der Weg, der Pfad, zu Lande u. zu Wasser; ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου Od. 4, 389; ἡ δ' ἔθεεν κατὰ κῦμα διαπρήσσουσα κέλευθον 2, 429; θεῶν δ' ἀπόειπε κελεύθους Il. 3, 406, die Pfade, der Wandel, das Leben der Götter; κέλευθοι νυκτός τε καὶ ἤματος, die Bahnen der Nacht u. des Tages, auf denen Nacht u. Tag ihren wechselnden Kreislauf beschreiben, Od. 10, 86; oft bei Hom. κέλευθα, bes. [[ὑγρά]], ἰχθυόεντα, von den Bahnen der Seefahrer; ἀνέμων κέλευθα Od. 5, 383. 10, 20; ἁλὸς βαθεῖα Pind. P. 5, 88; μυρίαι ἔργων καλῶν I. 5, 22; ἁπλόαι ζωῆς N. 8, 35, Mittel u. Wege, Art u. Weise; oft bei den Tragg., Weg, Reise, κέλευθον τήνδ' ἔστειλα Aesch. Pers. 599, τήνδ' ἐβούλευσεν κέλευθον 744; τέκνων τε κελεύθοις ἐπιστρεπτὸν αἰῶνα κτίσσας Ch. 345, der Lebenspfad; von den Bahnen der Gestirne, οἷον ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι Soph. Trach. 130; ἐς κέλευθά τ' ἀστέρων Eur. Hel. 350; πολλὰ [[κέλευθος]] ἐρατύει, ein langer Weg hält dich zurück, du bist weit von mir entfernt, Soph. O. C. 161; τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευθον, das Gehen, Eur. Rhes. 212; βίου κέλ. [[ἄθεος]] Herc. Fur. 433; sp. D. Es hängt wohl mit ἐλευθω zusammen, schwerlich mit [[κελεύω]] u. [[κέλλω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1414.png Seite 1414]] ἡ, im plur. poet. auch τὰ κέλευθα, der Weg, der Pfad, zu Lande u. zu Wasser; ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου Od. 4, 389; ἡ δ' ἔθεεν κατὰ κῦμα διαπρήσσουσα κέλευθον 2, 429; θεῶν δ' ἀπόειπε κελεύθους Il. 3, 406, die Pfade, der Wandel, das Leben der Götter; κέλευθοι νυκτός τε καὶ ἤματος, die Bahnen der Nacht u. des Tages, auf denen Nacht u. Tag ihren wechselnden Kreislauf beschreiben, Od. 10, 86; oft bei Hom. κέλευθα, bes. [[ὑγρά]], ἰχθυόεντα, von den Bahnen der Seefahrer; ἀνέμων κέλευθα Od. 5, 383. 10, 20; ἁλὸς βαθεῖα Pind. P. 5, 88; μυρίαι ἔργων καλῶν I. 5, 22; ἁπλόαι ζωῆς N. 8, 35, Mittel u. Wege, Art u. Weise; oft bei den Tragg., Weg, Reise, κέλευθον τήνδ' ἔστειλα Aesch. Pers. 599, τήνδ' ἐβούλευσεν κέλευθον 744; τέκνων τε κελεύθοις ἐπιστρεπτὸν αἰῶνα κτίσσας Ch. 345, der Lebenspfad; von den Bahnen der Gestirne, οἷον ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι Soph. Trach. 130; ἐς κέλευθά τ' ἀστέρων Eur. Hel. 350; πολλὰ [[κέλευθος]] ἐρατύει, ein langer Weg hält dich zurück, du bist weit von mir entfernt, Soph. O. C. 161; τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευθον, das Gehen, Eur. Rhes. 212; βίου κέλ. [[ἄθεος]] Herc. Fur. 433; sp. D. Es hängt wohl mit ἐλευθω zusammen, schwerlich mit [[κελεύω]] u. [[κέλλω]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>plur.</i> κέλευθοι <i>ou</i> [[κέλευθα]];<br /><b>1</b> chemin, route (par terre <i>ou</i> par eau) : ὑγρὰ [[κέλευθα]] OD, ἰχθύοεντα [[κέλευθα]] OD les routes humides, les routes poissonneuses <i>en parl. de la mer</i> ; ἀνέμων [[κέλευθα]] <i>ou</i> κέλευθοι IL les routes que suivent les vents, <i>càd</i> les mouvements du vent annoncés par la mer ; ἐγγὺς γὰρ νυκτός [[τε]] καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι OD car les routes du jour et de la nuit se suivent de près ; [[θεῶν]] [[κέλευθα]] IL le chemin qui mène vers les dieux, <i>càd</i> vers le séjour <i>ou</i> la vie des dieux;<br /><b>2</b> voyage par terre, <i>ou</i> par eau;<br /><b>3</b> expédition militaire.<br />'''Étymologie:''' R. Κελ, pousser, cf. [[κέλλω]], [[κέλομαι]], <i>lat.</i> callis.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κέλευθος''': ἡ, καὶ μετὰ ἑτερογενοῦς πληθ. τὰ κέλευθα, πρβλ. σταθμοὶ αἱ σταθμά, ζυγοὶ καὶ ζυγά·- [[ὄνομα]] ποιητικόν· ὁδός, [[ἀτραπός]], [[δρόμος]], Ὅμ., κτλ.· ὑγρὰ κέλευθα, ἰχθυόεντα κέλευθα, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Γ. 71, 177, κτλ.· [[οὕτως]], ἁλὸς βαθεῖα [[κέλευθος]] Πινδ. Π. 5. 119· [[ὡσαύτως]] ἀνέμων κέλευθα ἢ κέλευθοι Ἰλ. Ξ. 17, Ο. 620, Ὀδ. Ε. 388, κτλ.· [[ἐγγὺς]] γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι, δηλ. νὺξ καὶ [[ἡμέρα]] ἀκολουθοῦσιν ἀλλήλας ἐκ τοῦ πλησίον, Ὀδ. Κ. 86·- ἄρκτου στροφάδες κ., οἱ κύκλοι αὐτῆς, Σοφ. Τρ. 130, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 343·- θεῶν δ’ ἀπόεικε κελεύθου, ἀπόφευγε τὴν ὁδὸν αὐτῶν, δηλ. τὴν συναναστροφήν των, Ἰλ. Γ. 406· οὕτω μεταφ., ἔργων κέλευθον ἂν καθαρὰν, ἐπὶ τῆς ἀνοικτῆς ὁδοῦ τῆς ἐνεργείας, Πινδ. Ι. 5 (4). 28, πρβλ. Ο. 6. 39. ΙΙ. τὸ πορεύεσθαι ἢ ὁδοιπορεῖν, [[ὁδοιπορία]], [[ταξείδιον]] διὰ ξηρᾶς ἢ θαλάσσης, ὃς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου Ὀδ. Δ. 389, πρβλ. κέλευθον [[διαπράσσω]]·- οὐκ ἄν πω χάζοντο κελεύθου, δὲν θὰ ἔπαυον προχωροῦντες, Ἰλ. Λ. 504, πρβλ. Μ. 262·- πολλὴ κ., μακρινὸν [[ταξείδιον]], μακρὰ ὁδός, [[μεγάλη]] [[ἀπόστασις]], Σοφ. Ο. Κ. 164. 2) [[ἐκστρατεία]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 126, Πέρσ. 758. ΙΙΙ. [[τρόπος]] τοῦ βαδίζειν, [[βάδισμα]], μιμήσομαι λύκου κ. Εὐρ. Ρῆσ. 212, πρβλ. Τρῳ. 888. IV. μεταφορ., ὁδὸς ἢ [[τρόπος]] ζωῆς, κέλευθοι ἁπλόαι ζωᾶς Πινδ. Ν. 8. 60, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 350· βίου κ. ἄθεος Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 434· [[ὡσαύτως]], [[τρόπος]] πράξεως, ἔστι μοι… μυρία [[παντᾷ]] κ. Πινδ. Ι. 4. 1 (3. 19)· πρβλ. [[οἶμος]]. (Ἐντεῦθεν, ἀκόλουθος, [[κέλης]]· ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Λατ. cal-lis, Λιθ. kél-ias (ὁδός), kel-iáuju (ὁδοιπορῶ).)
|lstext='''κέλευθος''': ἡ, καὶ μετὰ ἑτερογενοῦς πληθ. τὰ κέλευθα, πρβλ. σταθμοὶ αἱ σταθμά, ζυγοὶ καὶ ζυγά·- [[ὄνομα]] ποιητικόν· ὁδός, [[ἀτραπός]], [[δρόμος]], Ὅμ., κτλ.· ὑγρὰ κέλευθα, ἰχθυόεντα κέλευθα, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Γ. 71, 177, κτλ.· [[οὕτως]], ἁλὸς βαθεῖα [[κέλευθος]] Πινδ. Π. 5. 119· [[ὡσαύτως]] ἀνέμων κέλευθα ἢ κέλευθοι Ἰλ. Ξ. 17, Ο. 620, Ὀδ. Ε. 388, κτλ.· [[ἐγγὺς]] γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι, δηλ. νὺξ καὶ [[ἡμέρα]] ἀκολουθοῦσιν ἀλλήλας ἐκ τοῦ πλησίον, Ὀδ. Κ. 86·- ἄρκτου στροφάδες κ., οἱ κύκλοι αὐτῆς, Σοφ. Τρ. 130, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 343·- θεῶν δ’ ἀπόεικε κελεύθου, ἀπόφευγε τὴν ὁδὸν αὐτῶν, δηλ. τὴν συναναστροφήν των, Ἰλ. Γ. 406· οὕτω μεταφ., ἔργων κέλευθον ἂν καθαρὰν, ἐπὶ τῆς ἀνοικτῆς ὁδοῦ τῆς ἐνεργείας, Πινδ. Ι. 5 (4). 28, πρβλ. Ο. 6. 39. ΙΙ. τὸ πορεύεσθαι ἢ ὁδοιπορεῖν, [[ὁδοιπορία]], [[ταξείδιον]] διὰ ξηρᾶς ἢ θαλάσσης, ὃς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου Ὀδ. Δ. 389, πρβλ. κέλευθον [[διαπράσσω]]·- οὐκ ἄν πω χάζοντο κελεύθου, δὲν θὰ ἔπαυον προχωροῦντες, Ἰλ. Λ. 504, πρβλ. Μ. 262·- πολλὴ κ., μακρινὸν [[ταξείδιον]], μακρὰ ὁδός, [[μεγάλη]] [[ἀπόστασις]], Σοφ. Ο. Κ. 164. 2) [[ἐκστρατεία]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 126, Πέρσ. 758. ΙΙΙ. [[τρόπος]] τοῦ βαδίζειν, [[βάδισμα]], μιμήσομαι λύκου κ. Εὐρ. Ρῆσ. 212, πρβλ. Τρῳ. 888. IV. μεταφορ., ὁδὸς ἢ [[τρόπος]] ζωῆς, κέλευθοι ἁπλόαι ζωᾶς Πινδ. Ν. 8. 60, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 350· βίου κ. ἄθεος Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 434· [[ὡσαύτως]], [[τρόπος]] πράξεως, ἔστι μοι… μυρία [[παντᾷ]] κ. Πινδ. Ι. 4. 1 (3. 19)· πρβλ. [[οἶμος]]. (Ἐντεῦθεν, ἀκόλουθος, [[κέλης]]· ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Λατ. cal-lis, Λιθ. kél-ias (ὁδός), kel-iáuju (ὁδοιπορῶ).)
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>plur.</i> κέλευθοι <i>ou</i> [[κέλευθα]];<br /><b>1</b> chemin, route (par terre <i>ou</i> par eau) : ὑγρὰ [[κέλευθα]] OD, ἰχθύοεντα [[κέλευθα]] OD les routes humides, les routes poissonneuses <i>en parl. de la mer</i> ; ἀνέμων [[κέλευθα]] <i>ou</i> κέλευθοι IL les routes que suivent les vents, <i>càd</i> les mouvements du vent annoncés par la mer ; ἐγγὺς γὰρ νυκτός [[τε]] καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι OD car les routes du jour et de la nuit se suivent de près ; [[θεῶν]] [[κέλευθα]] IL le chemin qui mène vers les dieux, <i>càd</i> vers le séjour <i>ou</i> la vie des dieux;<br /><b>2</b> voyage par terre, <i>ou</i> par eau;<br /><b>3</b> expédition militaire.<br />'''Étymologie:''' R. Κελ, pousser, cf. [[κέλλω]], [[κέλομαι]], <i>lat.</i> callis.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth