Anonymous

αὐθέκαστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [compar. αὐθεκαστότερος Phld.<i>Piet</i>.p.120.14]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[sincero]], [[sin artificio]], [[auténtico]] de pers. como intermedio entre el [[ἀλαζών]] y el [[εἴρων]] Arist.<i>EN</i> 1127<sup>a</sup>23, como sinón. de [[αὐστηρός]] y [[ἁπλός]] Cleanth.<i>Fr.Poet</i>.3.4, Posidipp.41, ἐν τῷ δικαίῳ ὄρθιος καὶ αὐ. Plu.<i>Cat.Ma</i>.6, fig. de la zorra οὐκ ἔστ' [[ἀλώπηξ]] ἡ μὲν [[εἴρων]] ... ἡ δ' αὐ. Philem.93.7<br /><b class="num">•</b>del λόγος Phld.l.c.<br /><b class="num">•</b>del estilo de Tucídides, D.H.<i>Comp</i>.22.6.<br /><b class="num">2</b> en sent. peyor. [[rígido]], [[tozudo]], [[áspero]] τραχὺς [[ἄνθρωπος]] ... αὐ. τῷ τρόπῳ Men.<i>Sam</i>.550, cf. Men.<i>Fr</i>.736, Plu.2.11d, Luc.<i>Phal</i>.1.2, ὁ νουθετητὴς παραγίνεται ὁ αὐ. Ph.2.519.<br /><b class="num">II</b> [[autosuficiente]] τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν Them.<i>Or</i>.34.446.<br /><b class="num">III</b> adv. [[αὐθεκάστως]]<br /><b class="num">1</b> [[sinceramente]], [[sin artificio]] πρὸς τὸ τῇ Σπάρτῃ συμφέρον αὐ. στρατηγοῦντος Plu.<i>Lys</i>.21.<br /><b class="num">2</b> [[tajantemente]] [[αὐθεκάστως]] ... φασι τὸ καλού[μ]ενον Phld.<i>Sign</i>.32.32; cf. [[αὐτοέκαστος]].
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [compar. αὐθεκαστότερος Phld.<i>Piet</i>.p.120.14]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[sincero]], [[sin artificio]], [[auténtico]] de pers. como intermedio entre el [[ἀλαζών]] y el [[εἴρων]] Arist.<i>EN</i> 1127<sup>a</sup>23, como sinón. de [[αὐστηρός]] y [[ἁπλός]] Cleanth.<i>Fr.Poet</i>.3.4, Posidipp.41, ἐν τῷ δικαίῳ ὄρθιος καὶ αὐ. Plu.<i>Cat.Ma</i>.6, fig. de la zorra οὐκ ἔστ' [[ἀλώπηξ]] ἡ μὲν [[εἴρων]] ... ἡ δ' αὐ. Philem.93.7<br /><b class="num">•</b>del λόγος Phld.l.c.<br /><b class="num">•</b>del estilo de Tucídides, D.H.<i>Comp</i>.22.6.<br /><b class="num">2</b> en sent. peyor. [[rígido]], [[tozudo]], [[áspero]] τραχὺς [[ἄνθρωπος]] ... αὐ. τῷ τρόπῳ Men.<i>Sam</i>.550, cf. Men.<i>Fr</i>.736, Plu.2.11d, Luc.<i>Phal</i>.1.2, ὁ νουθετητὴς παραγίνεται ὁ αὐ. Ph.2.519.<br /><b class="num">II</b> [[autosuficiente]] τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν Them.<i>Or</i>.34.446.<br /><b class="num">III</b> adv. [[αὐθεκάστως]]<br /><b class="num">1</b> [[sinceramente]], [[sin artificio]] πρὸς τὸ τῇ Σπάρτῃ συμφέρον αὐ. στρατηγοῦντος Plu.<i>Lys</i>.21.<br /><b class="num">2</b> [[tajantemente]] [[αὐθεκάστως]] ... φασι τὸ καλού[μ]ενον Phld.<i>Sign</i>.32.32; cf. [[αὐτοέκαστος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />chaque personne <i>ou</i> chaque chose telle qu’elle est ; franc, simple, droit, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἕκαστος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐθέκαστος''': -ον, ὁ λέγων τὰ πράγματα αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ ἕκαστα, κοινῶς, «ὀρθὰ κοφτά», ὁ μὴ λέγων αὐτὰ πλαγίως, ἀλλ’ ὡς ἔχουσιν, [[ἀνυπόκριτος]], [[ἀληθής]], [[εἰλικρινής]], [[ἁπλοῦς]], ὁ δὲ [[μέσος]] αὐθέκαστός τις ἂν ἀληθευτικὸς καὶ τῷ βίῳ καὶ τῷ λόγῳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 4· ἀκολούθως ἐν τῇ Νέᾳ Κωμῳδία, οὐκ ἔστ’ [[ἀλώπηξ]] ἡ μὲν [[εἴρων]]…, ἡδ’ [[αὐθέκαστος]] Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 3, πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 229, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 13· - ἐπὶ λόγων, [[ἀκόμψευτος]], [[σαφής]], [[ἀληθής]], Διον. Ἁλ. π. συνθ. 22· ἴδε Α. Β. 462, 25, Ἡσύχ. ἐν λέξει. Παρὰ παλαιοτέροις συγγραφ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 950, Εὐρ. Ἑκ. 1227, τὸ αὐθέκαστα, νῦν γράφεται, αὐθ’ ἕκαστα. Ἐπίρρ. -τως Πλουτ. Λύσ. 21. - Τὸ οὐσιαστ. αὐθεκαστότης, ητος, ἡ, κατακρίνεται ὑπὸ τοῦ Φρυν. σ. 349, [[ἔνθα]] ἴδε Λοβ.
|lstext='''αὐθέκαστος''': -ον, ὁ λέγων τὰ πράγματα αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ ἕκαστα, κοινῶς, «ὀρθὰ κοφτά», ὁ μὴ λέγων αὐτὰ πλαγίως, ἀλλ’ ὡς ἔχουσιν, [[ἀνυπόκριτος]], [[ἀληθής]], [[εἰλικρινής]], [[ἁπλοῦς]], ὁ δὲ [[μέσος]] αὐθέκαστός τις ἂν ἀληθευτικὸς καὶ τῷ βίῳ καὶ τῷ λόγῳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 4· ἀκολούθως ἐν τῇ Νέᾳ Κωμῳδία, οὐκ ἔστ’ [[ἀλώπηξ]] ἡ μὲν [[εἴρων]]…, ἡδ’ [[αὐθέκαστος]] Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 3, πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 229, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 13· - ἐπὶ λόγων, [[ἀκόμψευτος]], [[σαφής]], [[ἀληθής]], Διον. Ἁλ. π. συνθ. 22· ἴδε Α. Β. 462, 25, Ἡσύχ. ἐν λέξει. Παρὰ παλαιοτέροις συγγραφ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 950, Εὐρ. Ἑκ. 1227, τὸ αὐθέκαστα, νῦν γράφεται, αὐθ’ ἕκαστα. Ἐπίρρ. -τως Πλουτ. Λύσ. 21. - Τὸ οὐσιαστ. αὐθεκαστότης, ητος, ἡ, κατακρίνεται ὑπὸ τοῦ Φρυν. σ. 349, [[ἔνθα]] ἴδε Λοβ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />chaque personne <i>ou</i> chaque chose telle qu’elle est ; franc, simple, droit, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἕκαστος]].
}}
}}
{{grml
{{grml