3,274,921
edits
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*qessalo/s | |Beta Code=*qessalo/s | ||
|Definition=Att. [[Θετταλός]], Θεσσαλή, Θεσσαλόν, [[Thessalian]], Hdt. 5.63, etc.: [[proverb|prov.]], Θεσσαλὸν [[σόφισμα]] a [[Thessalian]] [[trick]], E.Ph.1407; Θεσσαλὸν [[νόμισμα]], i.e. [[false]] [[money]], Phot.; Thess. [[Πετθαλός]] IG9(2).258 (Cierium), 517.14 (Larissa); Boeot. [[Φετταλός]] (as pr. n.) ib.7.2430.8.<br><span class="bld">II</span> pr. n. of a [[physician]] of the Methodic School:—hence Adj. [[Θεσσάλειος]], α, ον, Gal.15.763,al.<br><span class="bld">III</span> fem. [[Θεσσαλίς]], ίδος, [[Thessalian]], κυνῆ S.OC314: as [[substantive]] [[Θετταλίς]], ἡ, a kind of [[shoe]], Lysipp.2. | |Definition=Att. [[Θετταλός]], Θεσσαλή, Θεσσαλόν, [[Thessalian]], Hdt. 5.63, etc.: [[proverb|prov.]], Θεσσαλὸν [[σόφισμα]] a [[Thessalian]] [[trick]], E.Ph.1407; Θεσσαλὸν [[νόμισμα]], i.e. [[false]] [[money]], Phot.; Thess. [[Πετθαλός]] IG9(2).258 (Cierium), 517.14 (Larissa); Boeot. [[Φετταλός]] (as pr. n.) ib.7.2430.8.<br><span class="bld">II</span> pr. n. of a [[physician]] of the Methodic School:—hence Adj. [[Θεσσάλειος]], α, ον, Gal.15.763,al.<br><span class="bld">III</span> fem. [[Θεσσαλίς]], ίδος, [[Thessalian]], κυνῆ S.OC314: as [[substantive]] [[Θετταλίς]], ἡ, a kind of [[shoe]], Lysipp.2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de Thessalie, Thessalien. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Θεσσᾰλός''': Ἀττ. Θεττ-, ὁ, ὡς καὶ νῦν Ἡρόδ., κτλ.· παροιμ., Θεσσαλὸν [[σόφισμα]], [[τέχνασμα]] Θεσσαλ. ἐκ τοῦ ἀπίστου χαρακτῆρος τοῦ λαοῦ, Εὐρ. ἐν Φοιν. 1407· Θ. [[νόμισμα]], δηλ. κίβδηλον, Φώτ. Οἱ Θεσσαλοὶ ἦσαν γνωστοὶ διὰ τὴν λαιμαργίαν των, ἴδε [[Θεσσαλικός]]. ΙΙ. θηλ., Θεσσαλὶς κυνῆ Σοφ. Ο. Κ. 314· ὡς οὐσιαστ., θεσσαλίς, ἡ, [[εἶδος]] πεδίλου, Λύσιππ. ἐν Βακχ. 2, Πολυδ. Ζ΄, 100 κ. ἀλλ., Ἡσύχ., Φώτ. | |lstext='''Θεσσᾰλός''': Ἀττ. Θεττ-, ὁ, ὡς καὶ νῦν Ἡρόδ., κτλ.· παροιμ., Θεσσαλὸν [[σόφισμα]], [[τέχνασμα]] Θεσσαλ. ἐκ τοῦ ἀπίστου χαρακτῆρος τοῦ λαοῦ, Εὐρ. ἐν Φοιν. 1407· Θ. [[νόμισμα]], δηλ. κίβδηλον, Φώτ. Οἱ Θεσσαλοὶ ἦσαν γνωστοὶ διὰ τὴν λαιμαργίαν των, ἴδε [[Θεσσαλικός]]. ΙΙ. θηλ., Θεσσαλὶς κυνῆ Σοφ. Ο. Κ. 314· ὡς οὐσιαστ., θεσσαλίς, ἡ, [[εἶδος]] πεδίλου, Λύσιππ. ἐν Βακχ. 2, Πολυδ. Ζ΄, 100 κ. ἀλλ., Ἡσύχ., Φώτ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |