3,273,031
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0741.png Seite 741]] (s. [[βάλλω]]), 1) hineinwerfen; ἄνδρα εἰς ἕρκη Soph. Ai. 60; Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν, stürzte euch in ungeahnet Leid, Aesch. Prom. 1077; φάρμακα εἰς φρέατα Thuc. 2, 48; στρατιὰν εἰς Μίλητον, ein Heer ins Milesische Gebiet hineinwerfen, Her. 1, 14; vgl. Thuc. 5, 71; βοῦς ἐς ἄρουραν Eur. El. 79; [[βοῦς]] πόντον, Ochsen ins Meer treiben, I. T. 261. Auch im med., ἐςβάλλομαι τοὺς ἵππους ἐς [[νέας]], an Bord bringen, Her. 1, 1. 6, 95, wie Thuc. 8, 31. – 21 Häufig intr.: a) einfallen, einbrechen, bes. mit einem Heere, so daß man στρατόν ergänzen kann; εἰς Ἐλευσῖνα ἄγων τοὺς Πελοποννησίους εἰσέβαλε Her. 2, 76; ἐς πόλιν 1, 15; στόλῳ μεγάλῳ, πανστρατιῇ, 5, 74. 8, 27; εἰς τὴν Ἀττικήν Thuc. 1, 109; πρὸς τὴν πόλιν 4, 25; auch mit dem bloßen acc., ἔρημον χῶρον Eur. Hipp. 1198; ohne Zusatz, einen Einfall machen, εἰσβεβληκότων Thuc. 2, 54; anlanden, 2, 47; auch εἰς τοὺς ὁπλίτας, angreifen, 6, 70 u. Sp. – b) von Flüssen, sich ergießen, hineinfallen; ἐςβάλλει τὸ [[ῥέεθρον]] εἰς Εὐφράτην Her. 1, 179, vgl. 4, 48. 57; Thuc. 1, 46; Xen. An. 1, 7, 15. – c) Bei den Aerzten = anfallen, bes. vom Fieber. – d) εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί, = ἐπέπνεον, Soph. El. 709. Bei Eur. Cycl. 99 = zufällig hineingerathen. – e) Bei Sp. = ἀναβάλλειν, anheben, beginnen, z. B. Schol. Pind. N. 7, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0741.png Seite 741]] (s. [[βάλλω]]), 1) hineinwerfen; ἄνδρα εἰς ἕρκη Soph. Ai. 60; Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν, stürzte euch in ungeahnet Leid, Aesch. Prom. 1077; φάρμακα εἰς φρέατα Thuc. 2, 48; στρατιὰν εἰς Μίλητον, ein Heer ins Milesische Gebiet hineinwerfen, Her. 1, 14; vgl. Thuc. 5, 71; βοῦς ἐς ἄρουραν Eur. El. 79; [[βοῦς]] πόντον, Ochsen ins Meer treiben, I. T. 261. Auch im med., ἐςβάλλομαι τοὺς ἵππους ἐς [[νέας]], an Bord bringen, Her. 1, 1. 6, 95, wie Thuc. 8, 31. – 21 Häufig intr.: a) einfallen, einbrechen, bes. mit einem Heere, so daß man στρατόν ergänzen kann; εἰς Ἐλευσῖνα ἄγων τοὺς Πελοποννησίους εἰσέβαλε Her. 2, 76; ἐς πόλιν 1, 15; στόλῳ μεγάλῳ, πανστρατιῇ, 5, 74. 8, 27; εἰς τὴν Ἀττικήν Thuc. 1, 109; πρὸς τὴν πόλιν 4, 25; auch mit dem bloßen acc., ἔρημον χῶρον Eur. Hipp. 1198; ohne Zusatz, einen Einfall machen, εἰσβεβληκότων Thuc. 2, 54; anlanden, 2, 47; auch εἰς τοὺς ὁπλίτας, angreifen, 6, 70 u. Sp. – b) von Flüssen, sich ergießen, hineinfallen; ἐςβάλλει τὸ [[ῥέεθρον]] εἰς Εὐφράτην Her. 1, 179, vgl. 4, 48. 57; Thuc. 1, 46; Xen. An. 1, 7, 15. – c) Bei den Aerzten = anfallen, bes. vom Fieber. – d) εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί, = ἐπέπνεον, Soph. El. 709. Bei Eur. Cycl. 99 = zufällig hineingerathen. – e) Bei Sp. = ἀναβάλλειν, anheben, beginnen, z. B. Schol. Pind. N. 7, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> jeter dans : φάρμακα [[ἐς]] φρέατα THC jeter du poison dans les puits ; τινὰς [[ἐς]] φάραγγας THC précipiter des gens dans des ravins ; <i>fig.</i> τινα [[εἰς]] [[πῆμα]] SCHL précipiter qqn dans la douleur;<br /><b>2</b> <i>intr. en appar. (s.e.</i> ἑαυτόν) se jeter dans <i>en parl. d'un fleuve</i> : [[εἰς]] τὸν Εὐφράτην XÉN se jeter dans l'Euphrate ; <i>en parl. d'une troupe</i> [[ἐς]] τοὺς ὁπλίτας THC se jeter sur les hoplites ; [[εἰς]] τὴν Ἀττικήν THC se jeter sur l'Attique, l'envahir ; πρὸς πόλιν THC se porter contre une ville ; <i>abs.</i> faire invasion <i>ou</i> irruption;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσβάλλομαι <i>ou</i> ἐσβάλλομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> jeter sur : ἵππους [[ἐς]] [[νέας]] HDT embarquer des chevaux ; τὰ δὲ ἐσβαλόμενοι ἀπέπλευσαν THC et ayant embarqué le reste, ils partirent;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'embarquer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[βάλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ, [[ῥίπτω]] εἰς, ἄνδρα εἰς ἕρκη Σοφ. Αἴ. 60· εἰς [[πῆμα]] Αἰσχύλ. Πρ. 1075· φάρμακα εἰς φρέατα Θουκ. 2. 48· ἐσβ. στρατιὰν ἐς Μίλητον. [[ῥίπτω]] στρατὸν εἰς τὴν χώραν τῶν Μιλησίων, Ἡρόδ. 1. 14· ἐσβ. ὕας ἐς τὰς ἀρούρας ὁ αὐτ. 2. 14, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 79· [[ὡσαύτως]] μετὰ διπλῆς αἰτιατ., [[βοῦς]] πόντον εἰσεβάλλομεν, ἐδιώκομεν αὐτοὺς εἰς τὴν θάλασσαν, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 261: - Μέσ., βάλλω εἰς τὸ πλοῖόν μου, εἰς τὴν ναῦν Ἡρόδ. 1. 1., 6. 95· ἀπολ., Θουκ. 8. 31. ΙΙ. εἰσβ. στρατιὰν εἰς…, περὶ εἰσβολῆς, Ἡρόδ. 1. 17· ἀλλὰ συνήθως [[ἄνευ]] τοῦ στρατιάν, [[κάμνω]] εἰσβολὴν εἰς, εἰς χώραν Ἡρόδ. 1. 15, 16, Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, Θουκ. 2. 47, κτλ.· εἰσβάλλειν, εἰς τοὺς ὁπλίτας, ἐπιπίπτειν κατ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 6. 70· πρὸς πόλιν εἰσβάλλειν ὁ αὐτ. 4. 25· ἐπὶ πυρετοῦ, [[προσβάλλω]] τινά, Ἀρεταῖος Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1: - [[ὡσαύτως]], [[ἁπλῶς]], εἰσέρχομαί που, εἰς τόπον Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 1: - ποιητ. μετ’ αἰτιατ., χῶρον εἰσ. Εὐρ. Ἱππ. 1198: [[λέπας]] ὁ αὐτ. Βάκχ. 1045· [[εἰσέρχομαι]] κατὰ τύχην, Βρομίου πόλιν ἔοιγμεν εἰσβαλεῖν ὁ αὐτ. Κύκλ. 99: - ἀπολ., [[ὁμοῦ]] γὰρ ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις ἤφριζον, εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαὶ Σοφ. Ἠλ. 719. 2) ἐπὶ ποταμῶν, κενοῦμαι, χύνομαι [[ἐντός]], Ἡρόδ. 1. 75., 4. 48, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 41. ἐνεργ. ἐσβάλλει δὲ [[οὗτος]] (ὁ ποταμὸς Ἴς) ἐς τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν τὸ ῥέεθον Ἡρόδ. 1. 179· πρβλ. [[εἰσδίδωμι]], [[ἐκδίδωμι]]. 3) ἀπολ. [[ἀρχίζω]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 7. 1· κατὰ τὸ ἔαρ εἰσβάλλον Γαλην. | |lstext='''εἰσβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ, [[ῥίπτω]] εἰς, ἄνδρα εἰς ἕρκη Σοφ. Αἴ. 60· εἰς [[πῆμα]] Αἰσχύλ. Πρ. 1075· φάρμακα εἰς φρέατα Θουκ. 2. 48· ἐσβ. στρατιὰν ἐς Μίλητον. [[ῥίπτω]] στρατὸν εἰς τὴν χώραν τῶν Μιλησίων, Ἡρόδ. 1. 14· ἐσβ. ὕας ἐς τὰς ἀρούρας ὁ αὐτ. 2. 14, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 79· [[ὡσαύτως]] μετὰ διπλῆς αἰτιατ., [[βοῦς]] πόντον εἰσεβάλλομεν, ἐδιώκομεν αὐτοὺς εἰς τὴν θάλασσαν, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 261: - Μέσ., βάλλω εἰς τὸ πλοῖόν μου, εἰς τὴν ναῦν Ἡρόδ. 1. 1., 6. 95· ἀπολ., Θουκ. 8. 31. ΙΙ. εἰσβ. στρατιὰν εἰς…, περὶ εἰσβολῆς, Ἡρόδ. 1. 17· ἀλλὰ συνήθως [[ἄνευ]] τοῦ στρατιάν, [[κάμνω]] εἰσβολὴν εἰς, εἰς χώραν Ἡρόδ. 1. 15, 16, Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, Θουκ. 2. 47, κτλ.· εἰσβάλλειν, εἰς τοὺς ὁπλίτας, ἐπιπίπτειν κατ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 6. 70· πρὸς πόλιν εἰσβάλλειν ὁ αὐτ. 4. 25· ἐπὶ πυρετοῦ, [[προσβάλλω]] τινά, Ἀρεταῖος Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1: - [[ὡσαύτως]], [[ἁπλῶς]], εἰσέρχομαί που, εἰς τόπον Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 1: - ποιητ. μετ’ αἰτιατ., χῶρον εἰσ. Εὐρ. Ἱππ. 1198: [[λέπας]] ὁ αὐτ. Βάκχ. 1045· [[εἰσέρχομαι]] κατὰ τύχην, Βρομίου πόλιν ἔοιγμεν εἰσβαλεῖν ὁ αὐτ. Κύκλ. 99: - ἀπολ., [[ὁμοῦ]] γὰρ ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις ἤφριζον, εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαὶ Σοφ. Ἠλ. 719. 2) ἐπὶ ποταμῶν, κενοῦμαι, χύνομαι [[ἐντός]], Ἡρόδ. 1. 75., 4. 48, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 41. ἐνεργ. ἐσβάλλει δὲ [[οὗτος]] (ὁ ποταμὸς Ἴς) ἐς τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν τὸ ῥέεθον Ἡρόδ. 1. 179· πρβλ. [[εἰσδίδωμι]], [[ἐκδίδωμι]]. 3) ἀπολ. [[ἀρχίζω]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 7. 1· κατὰ τὸ ἔαρ εἰσβάλλον Γαλην. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |