3,270,341
edits
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />Lamachos « très-guerrier » :<br /><b>1</b> général athénien;<br /><b>2</b> autres.<br />'''Étymologie:''' λα-, [[μάχομαι]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Λάμᾰχος''': [ᾱ], -ον, [[Lamachus]]; [[πρόθυμος]] εἰς μάχην, γνωστὸς τις [[Ἀθηναῖος]] [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁποίου, ἀρέσκεται νὰ παίζῃ ὁ Ἀριστοφάνης, πρβλ. [[κλαυσίμαχος]]. (Πιθ. ἐκ τοῦ λᾱ-, [[μάχομαι]], Ἡσύχ.· ἀλλ’ [[ὅμως]] [[ἀξία]] προσοχῆς καὶ ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τοῦ [[λαός]], [[μάχη]], ὡς τὸ λᾱγέτης, = [[πρόμαχος]] τοῦ λαοῦ). | |lstext='''Λάμᾰχος''': [ᾱ], -ον, [[Lamachus]]; [[πρόθυμος]] εἰς μάχην, γνωστὸς τις [[Ἀθηναῖος]] [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁποίου, ἀρέσκεται νὰ παίζῃ ὁ Ἀριστοφάνης, πρβλ. [[κλαυσίμαχος]]. (Πιθ. ἐκ τοῦ λᾱ-, [[μάχομαι]], Ἡσύχ.· ἀλλ’ [[ὅμως]] [[ἀξία]] προσοχῆς καὶ ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τοῦ [[λαός]], [[μάχη]], ὡς τὸ λᾱγέτης, = [[πρόμαχος]] τοῦ λαοῦ). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |