Anonymous

αἱματηρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(αἱμᾰτηρός) -ά, -όν<br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ός, -όν E.<i>Or</i>.962]<br /><b class="num">1</b> [[ensangrentado]], [[manchado de sangre]] αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος echar ensangrentados espumarajos de cólera</i> A.<i>A</i>.1067, αἱ. χεῖρες S.<i>Ant</i>.975, ξίφος E.<i>Ph</i>.625, [[ἄτη]] E.<i>Or</i>.962.<br /><b class="num">2</b> [[de sangre]], [[sangriento]], [[sanguinolento]] σταγόνες E.<i>Ph</i>.1415, cf. E.<i>IT</i> 443, ῥοῦς αἱ. Hp.<i>Coac</i>.502, cf. <i>Prorrh</i>.2.7, δυσεντερίαι Gal.7.243, 8.370<br /><b class="num">•</b>[[que contiene o lleva la sangre]] φλέβες Philostr.<i>VA</i> 8.7.15.<br /><b class="num">3</b> [[sangriento]], [[ávido de sangre]], [[asesino]] πνεῦμα A.<i>Eu</i>.137, τεῦχος A.<i>A</i>.815, θηγάναι A.<i>Eu</i>.859, ἔρις A.<i>Ch</i>.474, φλόξ del fuego del sacrificio, S.<i>Tr</i>.766, ὀμμάτων διαφθοραί S.<i>OC</i> 552, φίλτρα E.<i>Hel</i>.1104, ὄμμα E.<i>IA</i> 381<br /><b class="num">•</b>[[sangriento]], [[causado por una herida]], [[espantoso]] στόνος S.<i>Ph</i>.695.
|dgtxt=(αἱμᾰτηρός) -ά, -όν<br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ός, -όν E.<i>Or</i>.962]<br /><b class="num">1</b> [[ensangrentado]], [[manchado de sangre]] αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος echar ensangrentados espumarajos de cólera</i> A.<i>A</i>.1067, αἱ. χεῖρες S.<i>Ant</i>.975, ξίφος E.<i>Ph</i>.625, [[ἄτη]] E.<i>Or</i>.962.<br /><b class="num">2</b> [[de sangre]], [[sangriento]], [[sanguinolento]] σταγόνες E.<i>Ph</i>.1415, cf. E.<i>IT</i> 443, ῥοῦς αἱ. Hp.<i>Coac</i>.502, cf. <i>Prorrh</i>.2.7, δυσεντερίαι Gal.7.243, 8.370<br /><b class="num">•</b>[[que contiene o lleva la sangre]] φλέβες Philostr.<i>VA</i> 8.7.15.<br /><b class="num">3</b> [[sangriento]], [[ávido de sangre]], [[asesino]] πνεῦμα A.<i>Eu</i>.137, τεῦχος A.<i>A</i>.815, θηγάναι A.<i>Eu</i>.859, ἔρις A.<i>Ch</i>.474, φλόξ del fuego del sacrificio, S.<i>Tr</i>.766, ὀμμάτων διαφθοραί S.<i>OC</i> 552, φίλτρα E.<i>Hel</i>.1104, ὄμμα E.<i>IA</i> 381<br /><b class="num">•</b>[[sangriento]], [[causado por una herida]], [[espantoso]] στόνος S.<i>Ph</i>.695.
}}
{{bailly
|btext=ά <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> sanglant, ensanglanté ; ἐξαφρίζεσθαι [[μένος]] ESCHL exhaler sa fougue dans une écume sanglante ; meurtrier, funeste;<br /><b>2</b> qui respire le sang, avide de sang;<br /><b>3</b> causé par le sang versé.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμᾰτηρός''': -ά, -όν, ἐν Εὐρ. Ὀρ. 962· [[ὡσαύτως]] -ός, όν, = [[αἱματώδης]], ᾑμαγμένος, [[φόνιος]], ἐν χρήσει πρὸ πάντων παρὰ Τραγικοῖς, αἱμ. χεῖρες, [[ξίφος]] κτλ.· φλὸξ αἱματηρὰ κἀπὸ ... δρυός, δηλ. ἀφ’ αἵματος καὶ δρυός = τρεφομένη διὰ τοῦ αἵματος τοῦ θύματος καὶ διὰ τῶν ἐκ δρυὸς ξύλων, Σοφ. Τρ. 766· ἰδίως [[αἱμόδιψος]], [[αἱμοχαρής]], [[πνεῦμα]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 137· [[τεῦχος]] αἱμ. = ἡ [[θανατηφόρος]] [[κάλπις]], ὁ αὐτ. Ἀγ. 815· αἱμ. βλάβαι, ὁ αὐτ. Εὐμ. 359· ὀμμάτων διαφθοραί, Σοφ. Ο. Κ. 552· [[στόνος]] αἱμ., προξενούμενος ὑπὸ τοῦ ἀχνίζοντος αἱματηροῦ τραύματος, ὁ αὐτ. Φ. 695· πρβλ. [[θηγάνη]]. ΙΙ. κυριολεκτικῶς ἐπὶ αἵματος, ὁ συνιστάμενος ἐξ αἵματος, [[μένος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1065· σταγόνες αἱμ. = σταγόνες ἐξ αἵματος, Εὐρ. Φοίν. 1415· αἰμ. [[ῥοῦς]] = ῥοὴ αἵματος, Ἱππ. Κωακ. 201.
|lstext='''αἱμᾰτηρός''': -ά, -όν, ἐν Εὐρ. Ὀρ. 962· [[ὡσαύτως]] -ός, όν, = [[αἱματώδης]], ᾑμαγμένος, [[φόνιος]], ἐν χρήσει πρὸ πάντων παρὰ Τραγικοῖς, αἱμ. χεῖρες, [[ξίφος]] κτλ.· φλὸξ αἱματηρὰ κἀπὸ ... δρυός, δηλ. ἀφ’ αἵματος καὶ δρυός = τρεφομένη διὰ τοῦ αἵματος τοῦ θύματος καὶ διὰ τῶν ἐκ δρυὸς ξύλων, Σοφ. Τρ. 766· ἰδίως [[αἱμόδιψος]], [[αἱμοχαρής]], [[πνεῦμα]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 137· [[τεῦχος]] αἱμ. = ἡ [[θανατηφόρος]] [[κάλπις]], ὁ αὐτ. Ἀγ. 815· αἱμ. βλάβαι, ὁ αὐτ. Εὐμ. 359· ὀμμάτων διαφθοραί, Σοφ. Ο. Κ. 552· [[στόνος]] αἱμ., προξενούμενος ὑπὸ τοῦ ἀχνίζοντος αἱματηροῦ τραύματος, ὁ αὐτ. Φ. 695· πρβλ. [[θηγάνη]]. ΙΙ. κυριολεκτικῶς ἐπὶ αἵματος, ὁ συνιστάμενος ἐξ αἵματος, [[μένος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1065· σταγόνες αἱμ. = σταγόνες ἐξ αἵματος, Εὐρ. Φοίν. 1415· αἰμ. [[ῥοῦς]] = ῥοὴ αἵματος, Ἱππ. Κωακ. 201.
}}
{{bailly
|btext=ά <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> sanglant, ensanglanté ; ἐξαφρίζεσθαι [[μένος]] ESCHL exhaler sa fougue dans une écume sanglante ; meurtrier, funeste;<br /><b>2</b> qui respire le sang, avide de sang;<br /><b>3</b> causé par le sang versé.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm