3,258,334
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0639.png Seite 639]] ακος, [[doppelt zusammengelegt]], aus zwei Lagen bestehend; vielleicht verwandt mit [[πλέκω]], vgl. Latein. duplex, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 134. Bei Homer fünfmal: Iliad. 23, 243 δίπλακι δημῷ Versende und vs. 253 δίπλακα δημόν Versende; substantivisch ἡ [[δίπλαξ]], ein Mantel, den man doppelt umnehmen kann, Doppelmantel, accusat. δίπλακα πορφυρέην Iliad. 3, 126. 22, 441 Odyss. 19, 241. Da es Iliad. 3, 126 heißt ἡ δὲ μέγαν ἱστὸν ὕφαινεν, δίπλακα πορφυρέην, πολέας δ' ἐνέπασσεν ἀέθλους Τρώων θ' ἱπποδάμων καὶ Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων und Iliad. 22, 441 ἥ γ' ἱστὸν ὕφαινε – δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ [[θρόνα]] ποικίλ' ἔπασσεν, so hielten Einige [[δίπλαξ]] für Bezeichnung eines Gewandes mit doppeltem oder doppelfarbigem Einschlag, eines buntgewirkten Mantels; beide Erklärungen neben einander in einem Schol. Iliad. 3, 126, δ ίπλα κα: διπλοΐδα χλαῖναν, οἱ δὲ δίμιτον χλαῖναν. Aristarch hielt die erste Erklärung für richtig. Scholl. Aristonic. Iliad. 3, 126 ἡ [[διπλῆ]], ὅτι παραλέλειπται τὸ κύριον, ἡ [[χλαῖνα]]. λέγει δὲ δίπλακα χλαῖναν ἣν ἔστι διπλῆν ἀμφιέσασθαι; vgl. Schol. Iliad. 22, 441 [[δίπλακα]]: διπλοΐδα, ἣν οἷόν τε διπλῆν περιβαλέσθαι und Lehrs Anm. in Friedländers Aristonicus zu Iliad 3, 126. – Antp. Th. 82 (VII, 413) nominat. [[δίπλαξ]]; Orph. frgm. 2, 57 δίπλακα θεσμόν; Aesch. Pers. 277 πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσιν sehr verschieden erklärt, s. die Ausleger, vielleicht am Einfachsten von den Mänteln zu verstehn, in denen die Leichen der Perser auf dem Meere treiben. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0639.png Seite 639]] ακος, [[doppelt zusammengelegt]], aus zwei Lagen bestehend; vielleicht verwandt mit [[πλέκω]], vgl. Latein. duplex, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 134. Bei Homer fünfmal: Iliad. 23, 243 δίπλακι δημῷ Versende und vs. 253 δίπλακα δημόν Versende; substantivisch ἡ [[δίπλαξ]], ein Mantel, den man doppelt umnehmen kann, Doppelmantel, accusat. δίπλακα πορφυρέην Iliad. 3, 126. 22, 441 Odyss. 19, 241. Da es Iliad. 3, 126 heißt ἡ δὲ μέγαν ἱστὸν ὕφαινεν, δίπλακα πορφυρέην, πολέας δ' ἐνέπασσεν ἀέθλους Τρώων θ' ἱπποδάμων καὶ Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων und Iliad. 22, 441 ἥ γ' ἱστὸν ὕφαινε – δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ [[θρόνα]] ποικίλ' ἔπασσεν, so hielten Einige [[δίπλαξ]] für Bezeichnung eines Gewandes mit doppeltem oder doppelfarbigem Einschlag, eines buntgewirkten Mantels; beide Erklärungen neben einander in einem Schol. Iliad. 3, 126, δ ίπλα κα: διπλοΐδα χλαῖναν, οἱ δὲ δίμιτον χλαῖναν. Aristarch hielt die erste Erklärung für richtig. Scholl. Aristonic. Iliad. 3, 126 ἡ [[διπλῆ]], ὅτι παραλέλειπται τὸ κύριον, ἡ [[χλαῖνα]]. λέγει δὲ δίπλακα χλαῖναν ἣν ἔστι διπλῆν ἀμφιέσασθαι; vgl. Schol. Iliad. 22, 441 [[δίπλακα]]: διπλοΐδα, ἣν οἷόν τε διπλῆν περιβαλέσθαι und Lehrs Anm. in Friedländers Aristonicus zu Iliad 3, 126. – Antp. Th. 82 (VII, 413) nominat. [[δίπλαξ]]; Orph. frgm. 2, 57 δίπλακα θεσμόν; Aesch. Pers. 277 πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσιν sehr verschieden erklärt, s. die Ausleger, vielleicht am Einfachsten von den Mänteln zu verstehn, in denen die Leichen der Perser auf dem Meere treiben. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> double, qui forme deux couches;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> (ἡ) :<br /><b>1</b> (<i>s.e.</i> [[χλαῖνα]]) manteau pouvant faire deux fois le tour du corps;<br /><b>2</b> planche de vaisseau.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[πλέκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίπλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, δύο πτυχὰς ἔχων, διπλωμένος, δημὸς Ἰλ. Ψ. 243 (πρβλ. [[δίπτυχος]])· θεσμὸς Ὀρφ. Ἀποσπ. 2. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[δίπλαξ]], ἡ, [[χλαῖνα]] διπλωμένη, ὡς τὸ [[διπλῆ]], διπλοῖς, Λατ. duplex laena, Ἰλ. Γ. 126, Ὀδ. Τ. 241· ἢ (κατ’ ἄλλους) [[ποικίλος]], πεποικιλμένος, ὑφασμένος διὰ κλωστῶν διαφόρων χρωμάτων, ἢ μὲ διπλῆν κρόκην ὡς τὸ [[δίμιτος]]. - Ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 277, ὁ Herm. ἑρμηνεύει πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσι, κατὰ τὴν Ὁμηρικὴν σημασίαν ἐπὶ τῶν χλαμύδων τῶν Περσῶν ἐπιπλεουσῶν ἐπὶ τῶν κυμάτων· ἕτεροι φρονοῦσιν ὅτι δίπλακες [[εἶναι]] σανίδες τοῦ πλοίου (αἵτινες διπλοῦνται ἡ μία ἐπὶ τῆς ἄλλης, πρβλ. [[διπλόη]]), ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ. | |lstext='''δίπλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, δύο πτυχὰς ἔχων, διπλωμένος, δημὸς Ἰλ. Ψ. 243 (πρβλ. [[δίπτυχος]])· θεσμὸς Ὀρφ. Ἀποσπ. 2. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[δίπλαξ]], ἡ, [[χλαῖνα]] διπλωμένη, ὡς τὸ [[διπλῆ]], διπλοῖς, Λατ. duplex laena, Ἰλ. Γ. 126, Ὀδ. Τ. 241· ἢ (κατ’ ἄλλους) [[ποικίλος]], πεποικιλμένος, ὑφασμένος διὰ κλωστῶν διαφόρων χρωμάτων, ἢ μὲ διπλῆν κρόκην ὡς τὸ [[δίμιτος]]. - Ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 277, ὁ Herm. ἑρμηνεύει πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσι, κατὰ τὴν Ὁμηρικὴν σημασίαν ἐπὶ τῶν χλαμύδων τῶν Περσῶν ἐπιπλεουσῶν ἐπὶ τῶν κυμάτων· ἕτεροι φρονοῦσιν ὅτι δίπλακες [[εἶναι]] σανίδες τοῦ πλοίου (αἵτινες διπλοῦνται ἡ μία ἐπὶ τῆς ἄλλης, πρβλ. [[διπλόη]]), ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |