Anonymous

θύμον: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1224.png Seite 1224]] τό, = [[θύμος]], Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1224.png Seite 1224]] τό, = [[θύμος]], Theophr.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />thym, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θύμον''': ῠ, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48, Προβλ. 20. 20, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 3· πληθ. θύμα Εὔπολ. Αἰξίν 1. 5, Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 4· γεν. θύμων Ἀριστοφ. Πλ. 283· [[ὡσαύτως]] [[θύμος]], ὁ, Διοσκ. 3. 44· θυμέων Ἀνθ. Π. 9. 226· - ὁ [[θύμος]], τὸ θυμάρι, Λατ. thymus. (Ἐκ τοῦ θύω, διὰ τὴν γλυκεῖαν [[αὐτοῦ]] ὀσμήν, ἢ [[διότι]] κατὰ πρῶτον ἐχρησιμοποιήθη πρὸς καῦσιν ἐπὶ τοῦ βωμοῦ). 2) [[μῖγμα]] θύμου, μέλιτος καὶ ὄξους, ἐν μεγίστῃ χρήσει παρὰ τοῖς πένησι τῶν Ἀθηναίων, Ἀριστοφ. Πλ. 253· [[ἔνθα]] ἄλλοι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν νῦν ἐν πολλῇ χρήσει βολβόν, πρβλ. [[αὐτόθι]] 283, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 2, Θεόφρ. Χαρακτ. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[θύμον]]· τὸ [[σκόροδον]]», κατὰ δὲ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. «θύμους, οὓς οἱ κοινοὶ βολβοὺς ἢ ἀγριοκρόμμυά φασιν». ΙΙ. «πρὸς δὲ τῇ κεφαλῇ τῆς καρδίας [[ὄπισθεν]] κατὰ τὸν ἕβδομον σφόνδυλον ἔστι τις [[σάρξ]] ἀδένι ἐοικυῖα ἣ καλεῖται [[θύμος]]» Πολυδ. Β΄, 218, πρβλ. Γαλην. τ. 2. σ. 797, 16· [[ὡσαύτως]] καλεῖται [[σῦκον]]. 2) ἀδένες ἐν τοῖς μαστοῖς νεογνῶν ζῴων, τὰ «γλυκάδια» τῶν μόσχων, [[αὐτόθι]].
|lstext='''θύμον''': ῠ, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48, Προβλ. 20. 20, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 3· πληθ. θύμα Εὔπολ. Αἰξίν 1. 5, Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 4· γεν. θύμων Ἀριστοφ. Πλ. 283· [[ὡσαύτως]] [[θύμος]], ὁ, Διοσκ. 3. 44· θυμέων Ἀνθ. Π. 9. 226· - ὁ [[θύμος]], τὸ θυμάρι, Λατ. thymus. (Ἐκ τοῦ θύω, διὰ τὴν γλυκεῖαν [[αὐτοῦ]] ὀσμήν, ἢ [[διότι]] κατὰ πρῶτον ἐχρησιμοποιήθη πρὸς καῦσιν ἐπὶ τοῦ βωμοῦ). 2) [[μῖγμα]] θύμου, μέλιτος καὶ ὄξους, ἐν μεγίστῃ χρήσει παρὰ τοῖς πένησι τῶν Ἀθηναίων, Ἀριστοφ. Πλ. 253· [[ἔνθα]] ἄλλοι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν νῦν ἐν πολλῇ χρήσει βολβόν, πρβλ. [[αὐτόθι]] 283, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 2, Θεόφρ. Χαρακτ. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[θύμον]]· τὸ [[σκόροδον]]», κατὰ δὲ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. «θύμους, οὓς οἱ κοινοὶ βολβοὺς ἢ ἀγριοκρόμμυά φασιν». ΙΙ. «πρὸς δὲ τῇ κεφαλῇ τῆς καρδίας [[ὄπισθεν]] κατὰ τὸν ἕβδομον σφόνδυλον ἔστι τις [[σάρξ]] ἀδένι ἐοικυῖα ἣ καλεῖται [[θύμος]]» Πολυδ. Β΄, 218, πρβλ. Γαλην. τ. 2. σ. 797, 16· [[ὡσαύτως]] καλεῖται [[σῦκον]]. 2) ἀδένες ἐν τοῖς μαστοῖς νεογνῶν ζῴων, τὰ «γλυκάδια» τῶν μόσχων, [[αὐτόθι]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />thym, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml