Anonymous

εὐδαίμων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1060.png Seite 1060]] ον, eigtl. der einen guten Dämon hat, der ihn geleitet; beglückt, glückselig, Hes. O. 824 u. Folgde überall; begütert, reich, Pind., [[ἀνήρ]], [[Κυρήνη]], P. 10, 22. 4, 267 (so auch Sp. oft von Städten, namentlich von Athen, Her. 8, 111, in Xen. An. oft [[πόλις]] μεγάλη τε καὶ [[εὐδαίμων]]); [[πότμος]], [[βίοτος]], Ol. 2, 20 N. 7, 100; Aesch. Κῦρος, [[ἀνήρ]], Pers. 754 Ag. 516 u. öfter; εὐδαίμονες, οἷσι κακῶν [[ἄγευστος]] [[αἰών]] Soph. Ant. 578; [[Ἀθῆναι]] O. C. 283; [[ὄλβος]] O. R. 1197; βίον ἔχειν εὐδαίμονα Eur. I. T. 915; [[Ἑλλάς]], Θησέως [[χώρα]], 1482 Tr. 209; εὐδαίμονα πράσσειν El. 1359; im Ggstz von [[εὐτυχής]], Med. 1230; Ἥρη Ar. Av. 1741, wie [[θεός]] Plat. Tim. 34 b Phaedr. 247 a; ὅ γε εὖ ζῶν μακάριός τε καὶ εὐδ. Plat. Rep. I, 354 a; [[οἰκία]] μεγάλη τε καὶ εὐδ. Prot. 316 b, auf den Besitz gehend; τὸν βίον εὐδαίμονα παρέχειν Phil. 11 d; τῶν πλουσίων τε καὶ εὐδαιμόνων δοκούντων εἶναι Rep. III, 406 c; Her. ὃς ἐκ π ολλῶν καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν εἰς πτωχηΐην ἀπῖκται 3, 14, aus dem Reichthum in Armuth gerathen; Ggstz [[ἄθλιος]], Plat. Gorg. 471 c, wie Arist. eth. 1, 13; – τὸ εὔδαιμον, das Glück, Thuc. 2, 23. – C. gen., εὐδ. ὁ ἀνὴρ ἐφαίνετο καὶ τοῦ τρόπου καὶ τῶν λόγων Plat. Phaed. 58 e. – Von Thieren, τὰ κτήνη εὐδαίμ ονα ποιεῖν Xen. Cyr. 8, 2, 14. – Adv., εὐδαιμόνως, z. B. πράττειν, Ar. Plut. 802; οἰκεῖν, Plat. Polit. 301 d; ζῆν, oft, u. Folgde; εὐδαιμονέστερον διάγειν, Xen. An. 3, 1, 43.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1060.png Seite 1060]] ον, eigtl. der einen guten Dämon hat, der ihn geleitet; beglückt, glückselig, Hes. O. 824 u. Folgde überall; begütert, reich, Pind., [[ἀνήρ]], [[Κυρήνη]], P. 10, 22. 4, 267 (so auch Sp. oft von Städten, namentlich von Athen, Her. 8, 111, in Xen. An. oft [[πόλις]] μεγάλη τε καὶ [[εὐδαίμων]]); [[πότμος]], [[βίοτος]], Ol. 2, 20 N. 7, 100; Aesch. Κῦρος, [[ἀνήρ]], Pers. 754 Ag. 516 u. öfter; εὐδαίμονες, οἷσι κακῶν [[ἄγευστος]] [[αἰών]] Soph. Ant. 578; [[Ἀθῆναι]] O. C. 283; [[ὄλβος]] O. R. 1197; βίον ἔχειν εὐδαίμονα Eur. I. T. 915; [[Ἑλλάς]], Θησέως [[χώρα]], 1482 Tr. 209; εὐδαίμονα πράσσειν El. 1359; im Ggstz von [[εὐτυχής]], Med. 1230; Ἥρη Ar. Av. 1741, wie [[θεός]] Plat. Tim. 34 b Phaedr. 247 a; ὅ γε εὖ ζῶν μακάριός τε καὶ εὐδ. Plat. Rep. I, 354 a; [[οἰκία]] μεγάλη τε καὶ εὐδ. Prot. 316 b, auf den Besitz gehend; τὸν βίον εὐδαίμονα παρέχειν Phil. 11 d; τῶν πλουσίων τε καὶ εὐδαιμόνων δοκούντων εἶναι Rep. III, 406 c; Her. ὃς ἐκ π ολλῶν καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν εἰς πτωχηΐην ἀπῖκται 3, 14, aus dem Reichthum in Armuth gerathen; Ggstz [[ἄθλιος]], Plat. Gorg. 471 c, wie Arist. eth. 1, 13; – τὸ εὔδαιμον, das Glück, Thuc. 2, 23. – C. gen., εὐδ. ὁ ἀνὴρ ἐφαίνετο καὶ τοῦ τρόπου καὶ τῶν λόγων Plat. Phaed. 58 e. – Von Thieren, τὰ κτήνη εὐδαίμ ονα ποιεῖν Xen. Cyr. 8, 2, 14. – Adv., εὐδαιμόνως, z. B. πράττειν, Ar. Plut. 802; οἰκεῖν, Plat. Polit. 301 d; ζῆν, oft, u. Folgde; εὐδαιμονέστερον διάγειν, Xen. An. 3, 1, 43.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> heureux, fortuné ; τὸ εὔδαιμον THC le bonheur;<br /><b>2</b> riche, opulent;<br /><i>Cp.</i> εὐδαιμονέστερος, <i>Sp.</i> εὐδαιμονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δαίμων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδαίμων''': εὔδαιμον, ὁ εὖ τὸν δαίμονα διακείμενον ἔχων: [[ἐντεῦθεν]], [[εὐτυχής]], [[μακάριος]], Λατ. fetix, [[τάων]] [[εὐδαίμων]] τε καὶ [[ὄλβιος]] ὃς τάδε πάντα εἰδὼς ἐργάζηται [[ἀναίτιος]] ἀθανάτοισιν, τούτων [[ὅστις]] [[ταῦτα]] πάντα εἰδὼς ἐργάζηται, μὴ δυσαρεστῶν τοὺς θεούς, [[οὗτος]] [[εἶναι]] [[εὐδαίμων]] καὶ [[ὄλβιος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 824· εὐδ. καὶ [[ὄλβιος]] Θέογν. 1007· καὶ παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 647, Πέρσ. 768, Σοφ. Ἀντ. 582· μακάριός τε καὶ εὐδ. Πλάτ. Πολ. 354Α· μετὰ γεν., εὐτυχὴς ἔν τινι ἢ διά τι, Ἡσ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Φαίδ. 58Ε: [[ὡσαύτως]] εἰρωνικῶς, εὐδ. εἶ, ὅτι οἴει... Πλάτ. Πολ. 422Ε· τὸ εὔδαιμον = [[εὐδαιμονία]], Θουκ. 2. 43. ― Ἐπίρρ. -[[μόνως]] Εὐρ. Ὀρ. 601, Ἀριστοφ. Πλ. 802, κλ. ― Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. -έστερον. -έστατα Πλάτ. Νόμ. 734D, 710Β. 2) ἰδίως ἐπὶ ἐξωτερικῆς εὐτυχίας, ὁ εὐημερῶν, ὁ [[πλούσιος]], οἱ εὐδαίμονες αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 133, πρβλ. 196., 5. 8, Πινδ. Π. 10. 34, Θουκ. 1. 6, κλ.· ἐν πολλοῖς χρήμασιν εὐδαίμονες ὄντες Λυσ. 903. 11· οἱ πλούσιοι καὶ εὐδ. Πλάτ. Πολ. 406C, πρβλ. Πρωτ. 316Β: ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τόπων, αἱ [[Ἀθῆναι]] μεγάλαι τε καὶ εὐδαίμονες Ἡρόδ. 8. 111· Εὐβοίῃ, νήσῳ μεγάλῃ τε καὶ εὐδ. ὁ αὐτ. 5. 31· Κυράνα Πινδ. Π. 4. 491, κτλ. ― Ἂν καὶ [[πάντοτε]] ἐμπερικλείει τὴν ἔννοιαν καλῆς τύχης, [[ὅμως]] ἐν Εὐρ. μηδ. 1230 ἀντιτίθεται πρὸς τὸ [[εὐτυχής]], ὄλβου δ᾿ ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος ἄλλου γένοιτ᾿ ἂν [[ἄλλος]], [[εὐδαίμων]] δ᾿ ἂν οὔ· συνήθως [[ὅμως]] ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι στενῶς σχετίζονται, [[εὐτυχία]] καὶ [[εὐδαιμονία]], [[ὄλβος]] καὶ [[εὐημερία]], ἴδε πρὸ πάντων Πλάτ. Πολ. 354Α, 580C, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 8, 4, κἑξ, 7. 13, 2, κἑξ., Πολιτικ. 8. 5, 10. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 157 κἑξ.
|lstext='''εὐδαίμων''': εὔδαιμον, ὁ εὖ τὸν δαίμονα διακείμενον ἔχων: [[ἐντεῦθεν]], [[εὐτυχής]], [[μακάριος]], Λατ. fetix, [[τάων]] [[εὐδαίμων]] τε καὶ [[ὄλβιος]] ὃς τάδε πάντα εἰδὼς ἐργάζηται [[ἀναίτιος]] ἀθανάτοισιν, τούτων [[ὅστις]] [[ταῦτα]] πάντα εἰδὼς ἐργάζηται, μὴ δυσαρεστῶν τοὺς θεούς, [[οὗτος]] [[εἶναι]] [[εὐδαίμων]] καὶ [[ὄλβιος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 824· εὐδ. καὶ [[ὄλβιος]] Θέογν. 1007· καὶ παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 647, Πέρσ. 768, Σοφ. Ἀντ. 582· μακάριός τε καὶ εὐδ. Πλάτ. Πολ. 354Α· μετὰ γεν., εὐτυχὴς ἔν τινι ἢ διά τι, Ἡσ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Φαίδ. 58Ε: [[ὡσαύτως]] εἰρωνικῶς, εὐδ. εἶ, ὅτι οἴει... Πλάτ. Πολ. 422Ε· τὸ εὔδαιμον = [[εὐδαιμονία]], Θουκ. 2. 43. ― Ἐπίρρ. -[[μόνως]] Εὐρ. Ὀρ. 601, Ἀριστοφ. Πλ. 802, κλ. ― Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. -έστερον. -έστατα Πλάτ. Νόμ. 734D, 710Β. 2) ἰδίως ἐπὶ ἐξωτερικῆς εὐτυχίας, ὁ εὐημερῶν, ὁ [[πλούσιος]], οἱ εὐδαίμονες αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 133, πρβλ. 196., 5. 8, Πινδ. Π. 10. 34, Θουκ. 1. 6, κλ.· ἐν πολλοῖς χρήμασιν εὐδαίμονες ὄντες Λυσ. 903. 11· οἱ πλούσιοι καὶ εὐδ. Πλάτ. Πολ. 406C, πρβλ. Πρωτ. 316Β: ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τόπων, αἱ [[Ἀθῆναι]] μεγάλαι τε καὶ εὐδαίμονες Ἡρόδ. 8. 111· Εὐβοίῃ, νήσῳ μεγάλῃ τε καὶ εὐδ. ὁ αὐτ. 5. 31· Κυράνα Πινδ. Π. 4. 491, κτλ. ― Ἂν καὶ [[πάντοτε]] ἐμπερικλείει τὴν ἔννοιαν καλῆς τύχης, [[ὅμως]] ἐν Εὐρ. μηδ. 1230 ἀντιτίθεται πρὸς τὸ [[εὐτυχής]], ὄλβου δ᾿ ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος ἄλλου γένοιτ᾿ ἂν [[ἄλλος]], [[εὐδαίμων]] δ᾿ ἂν οὔ· συνήθως [[ὅμως]] ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι στενῶς σχετίζονται, [[εὐτυχία]] καὶ [[εὐδαιμονία]], [[ὄλβος]] καὶ [[εὐημερία]], ἴδε πρὸ πάντων Πλάτ. Πολ. 354Α, 580C, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 8, 4, κἑξ, 7. 13, 2, κἑξ., Πολιτικ. 8. 5, 10. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 157 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> heureux, fortuné ; τὸ εὔδαιμον THC le bonheur;<br /><b>2</b> riche, opulent;<br /><i>Cp.</i> εὐδαιμονέστερος, <i>Sp.</i> εὐδαιμονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δαίμων]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater