Anonymous

δικλίς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0629.png Seite 629]] ίδος, ἡ, [[zweiflügelig]], von Thüren; entweder gebildet aus δίς und [[κλίνω]], doppelt angelehnt, oder aus δίς und [[κλείω]], [[κλείς]], doppelt geschlossen oder doppelt schließend; vgl. Drac. p. 56, 18. Darauf, daß sich die zweite Sylbe hier und da mit ει geschrieben findet, ist schwerlich viel Gewicht zu legen; Hippocrat. p. 788 g ὑπὲρ δίκλειδος θύρης; Apollon. Lex. Homer. p. 59, 2 [[Δικλεῖδες]]· δίθυροι. Bei Homer erscheint das Wort dreimal: Odyss. 2, 345 κληισταὶ σανίδες, δικλίδες; 17, 268 θύραι δικλίδες; Iliad. 12, 455 σανίδων, αἵ ῥα πύλας εἴρυντο [[πύκα]] στιβαρῶς ἀραρυίας, δικλίδας ὑψηλάς· δοιοὶ δ' ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληὶς ἐπ ρήρει. – Sp. D.; auch σταθμοί, Ap. Rh. 4, 26; im sing., θύρην δικλίδα Arat. Phaen. 142; ohne Zusatz, Doppelthür, Theocr. 14, 42; Mel. 121 (VII, 182).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0629.png Seite 629]] ίδος, ἡ, [[zweiflügelig]], von Thüren; entweder gebildet aus δίς und [[κλίνω]], doppelt angelehnt, oder aus δίς und [[κλείω]], [[κλείς]], doppelt geschlossen oder doppelt schließend; vgl. Drac. p. 56, 18. Darauf, daß sich die zweite Sylbe hier und da mit ει geschrieben findet, ist schwerlich viel Gewicht zu legen; Hippocrat. p. 788 g ὑπὲρ δίκλειδος θύρης; Apollon. Lex. Homer. p. 59, 2 [[Δικλεῖδες]]· δίθυροι. Bei Homer erscheint das Wort dreimal: Odyss. 2, 345 κληισταὶ σανίδες, δικλίδες; 17, 268 θύραι δικλίδες; Iliad. 12, 455 σανίδων, αἵ ῥα πύλας εἴρυντο [[πύκα]] στιβαρῶς ἀραρυίας, δικλίδας ὑψηλάς· δοιοὶ δ' ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληὶς ἐπ ρήρει. – Sp. D.; auch σταθμοί, Ap. Rh. 4, 26; im sing., θύρην δικλίδα Arat. Phaen. 142; ohne Zusatz, Doppelthür, Theocr. 14, 42; Mel. 121 (VII, 182).
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ὁ, ἡ)<br />à deux battants, <i>d'ord. avec un subst. au plur.</i> (θύραι, πύλαι, <i>etc.</i>), porte à deux battants ; porte extérieure.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κλείς]] ; sel. d'autres, [[δίς]], [[κλίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δικλίς''': -ίδος, ἡ, ([[κλίνω]]) ἔχουσα δύο φύλλα, σανίδας, [[διπλῆ]], ἐπίθετον τῶν θυρῶν καὶ πυλῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. μετὰ τοῦ θύραι, πύλαι, σανίδες, Ὀδ. Β. 345, Π. 268, Ἰλ. Μ. 455· μεταγεν., δικλίδες μόνον, = θύραι μὲ δύο φύλλα, Ἀνθ. Π. 7. 182, πρβλ. 5. 145, 256, κτλ.· σπαν. καθ’ ἑνικόν, Θεόκρ. 14. 42, Ἀνθ. Π. 5. 242. ― Ὁ [[τύπος]] δίκλεις, ειδος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κλείς]], διπλῶς κεκλεισμένος, ἐν Ἱππ. Ἄρθρ. 783.
|lstext='''δικλίς''': -ίδος, ἡ, ([[κλίνω]]) ἔχουσα δύο φύλλα, σανίδας, [[διπλῆ]], ἐπίθετον τῶν θυρῶν καὶ πυλῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. μετὰ τοῦ θύραι, πύλαι, σανίδες, Ὀδ. Β. 345, Π. 268, Ἰλ. Μ. 455· μεταγεν., δικλίδες μόνον, = θύραι μὲ δύο φύλλα, Ἀνθ. Π. 7. 182, πρβλ. 5. 145, 256, κτλ.· σπαν. καθ’ ἑνικόν, Θεόκρ. 14. 42, Ἀνθ. Π. 5. 242. ― Ὁ [[τύπος]] δίκλεις, ειδος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κλείς]], διπλῶς κεκλεισμένος, ἐν Ἱππ. Ἄρθρ. 783.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ὁ, ἡ)<br />à deux battants, <i>d'ord. avec un subst. au plur.</i> (θύραι, πύλαι, <i>etc.</i>), porte à deux battants ; porte extérieure.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κλείς]] ; sel. d'autres, [[δίς]], [[κλίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth