Anonymous

εὐμαρής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] ές (nach den Alten von [[μάρη]], = [[χείρ]], also = [[εὐχερής]], Schol. Il. 15, 37), [[leicht]], [[bequem]], mühelos; εὐμαρές ἐστι, es ist leicht, Pind. P. 3, 115, N. 3, 20; so oft bei Folgdn, bes. Dichtern, Eur. Alc. 492, Alph. 1 (XII, 18), Simonds. 71 (XIII, 11), ἐν εὐμαρεῖ τὸ δρᾶν Eur. I. A. 969; δυστυχούντων εὐμαρὴς [[ἀπαλλαγή]] Aesch. Suppl. 334, vgl. Ag,. 1299, [[χρόνος]] εὐμαρὴς [[θεός]] Soph. Kl. 1 79, eine Gottheit, die Alles leicht ausführt, wie auch Hippocr., Themist. von Menschen, häufiger von Sachen, die leicht zu beschaffen sind. [[βίος]] D. Hal., ὅσα εὐτελέστατα καὶ τοῖς πενεστάτοις τῶν στρατιωτῶν εὐμαρῆ Hdn. 4, 7, 10, öfter bei Sp. – Das adv. auch früher in Prosa, τὴν νῆσον εὐμαρῶς διεκόσμησεν Plat. Critia. 113 e, vgl. Legg. IV, 706 b; oft bei Luc. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] ές (nach den Alten von [[μάρη]], = [[χείρ]], also = [[εὐχερής]], Schol. Il. 15, 37), [[leicht]], [[bequem]], mühelos; εὐμαρές ἐστι, es ist leicht, Pind. P. 3, 115, N. 3, 20; so oft bei Folgdn, bes. Dichtern, Eur. Alc. 492, Alph. 1 (XII, 18), Simonds. 71 (XIII, 11), ἐν εὐμαρεῖ τὸ δρᾶν Eur. I. A. 969; δυστυχούντων εὐμαρὴς [[ἀπαλλαγή]] Aesch. Suppl. 334, vgl. Ag,. 1299, [[χρόνος]] εὐμαρὴς [[θεός]] Soph. Kl. 1 79, eine Gottheit, die Alles leicht ausführt, wie auch Hippocr., Themist. von Menschen, häufiger von Sachen, die leicht zu beschaffen sind. [[βίος]] D. Hal., ὅσα εὐτελέστατα καὶ τοῖς πενεστάτοις τῶν στρατιωτῶν εὐμαρῆ Hdn. 4, 7, 10, öfter bei Sp. – Das adv. auch früher in Prosa, τὴν νῆσον εὐμαρῶς διεκόσμησεν Plat. Critia. 113 e, vgl. Legg. IV, 706 b; oft bei Luc. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> facile, aisé, commode ; εὐμαρές (ἐστι) il est facile de ; [[ἐν]] εὐμαρεῖ EUR facilement;<br /><b>2</b> facile, complaisant ; qui rend tout facile.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μάρη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμᾰρής''': -ές, [[εὔκολος]], [[εὐχερής]], [[πρόχειρος]], [[ἄνευ]] κόπου, ὡς τὸ [[εὔκολος]], πλὴν τοῦ ὅτι συνήθως [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ πραγμάτων, πρῶτον εν Θεόγνιδι 843 ([[ὅστις]] ἔχει καὶ τὸ Ἐπίρρ. -έως, 463)· εὐμ. [[χείρωμα]], [[εὔκολος]] [[λεία]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1326· δυστυχούντων γ’ εὐμαρὴς ἀπαλλαγὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 338. ― εὐμαρές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] εὔκολον… Σιμωνίδ. 154, Πινδ. Π. 3. ἐν τέλ., Ν. 3. 37, Εὐρ. Ἄλκ. 492· [[οὕτως]], ἐν εὐμαρεῖ ἐστι ὁ αὐτ. Ι. Α. 969, πρβλ. Ἐλ. 1227, Ἀποσπ. 385. 10. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπ., [[εὔκολος]], [[ἤπιος]], [[πρᾶος]], Ἱππ. 24. 52, Σοφ. Ἠλ. 179, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, ποιητ. -ρέως, ἠπίως. Θέογν. ἔνθ' ἀνωτ., Πλάτ. Κριτίας 113E. 3) εὐκόλως, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332, Βακχυλ. 5. 195 (ἔκδ. Blass), Πλάτ. Νόμ. 706B, Ἡρώνδ. Ἀποσπ. 5, Λουκ. Ἔρωτες 53. ([[Κατὰ]] τὰ Ἑνετικὰ Σχόλ. ἐν Ἰλ. Ο. 37, ἐκ τοῦ ἀχρήστου [[μάρη]] = [[χείρ]], πρβλ. [[εὐχερής]]). ᾰ, πλὴν ἐν Ἐπιχ. 23 Abr..
|lstext='''εὐμᾰρής''': -ές, [[εὔκολος]], [[εὐχερής]], [[πρόχειρος]], [[ἄνευ]] κόπου, ὡς τὸ [[εὔκολος]], πλὴν τοῦ ὅτι συνήθως [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ πραγμάτων, πρῶτον εν Θεόγνιδι 843 ([[ὅστις]] ἔχει καὶ τὸ Ἐπίρρ. -έως, 463)· εὐμ. [[χείρωμα]], [[εὔκολος]] [[λεία]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1326· δυστυχούντων γ’ εὐμαρὴς ἀπαλλαγὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 338. ― εὐμαρές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] εὔκολον… Σιμωνίδ. 154, Πινδ. Π. 3. ἐν τέλ., Ν. 3. 37, Εὐρ. Ἄλκ. 492· [[οὕτως]], ἐν εὐμαρεῖ ἐστι ὁ αὐτ. Ι. Α. 969, πρβλ. Ἐλ. 1227, Ἀποσπ. 385. 10. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπ., [[εὔκολος]], [[ἤπιος]], [[πρᾶος]], Ἱππ. 24. 52, Σοφ. Ἠλ. 179, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, ποιητ. -ρέως, ἠπίως. Θέογν. ἔνθ' ἀνωτ., Πλάτ. Κριτίας 113E. 3) εὐκόλως, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332, Βακχυλ. 5. 195 (ἔκδ. Blass), Πλάτ. Νόμ. 706B, Ἡρώνδ. Ἀποσπ. 5, Λουκ. Ἔρωτες 53. ([[Κατὰ]] τὰ Ἑνετικὰ Σχόλ. ἐν Ἰλ. Ο. 37, ἐκ τοῦ ἀχρήστου [[μάρη]] = [[χείρ]], πρβλ. [[εὐχερής]]). ᾰ, πλὴν ἐν Ἐπιχ. 23 Abr..
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> facile, aisé, commode ; εὐμαρές (ἐστι) il est facile de ; [[ἐν]] εὐμαρεῖ EUR facilement;<br /><b>2</b> facile, complaisant ; qui rend tout facile.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μάρη]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater