Anonymous

εὐκαμπής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1073.png Seite 1073]] ές, wohl, schön gebogen. [[δρέπανον]] Od. 18, 368, [[κληΐς]] 21, 6, [[τόξον]] H. h. 27, 12; sp. D., wie Theocr. 13, 56; Ap. Rh. 3, 1388; – [[ταῦρος]] τὰ κέρατα [[εὐκαμπής]], mit schön gebogenen Hörnern, Luc.. D. Marin. 15, 2; τὸ εὐκ. τῶν μελῶν, im. 14; – κατασκευάζοντες τὸ [[κέρας]] εὐκαμπές, vom Heere, so daß es sich leicht wenden konnte, Plut. Sull. 17, vgl. Luc. enc. musc. 2. – [Bei Leon. Tar. 25 (VI, 4) ist εὐκαμπές als Daktylus gebraucht, wo Salmas. εὐκαπές vermuthet.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1073.png Seite 1073]] ές, wohl, schön gebogen. [[δρέπανον]] Od. 18, 368, [[κληΐς]] 21, 6, [[τόξον]] H. h. 27, 12; sp. D., wie Theocr. 13, 56; Ap. Rh. 3, 1388; – [[ταῦρος]] τὰ κέρατα [[εὐκαμπής]], mit schön gebogenen Hörnern, Luc.. D. Marin. 15, 2; τὸ εὐκ. τῶν μελῶν, im. 14; – κατασκευάζοντες τὸ [[κέρας]] εὐκαμπές, vom Heere, so daß es sich leicht wenden konnte, Plut. Sull. 17, vgl. Luc. enc. musc. 2. – [Bei Leon. Tar. 25 (VI, 4) ist εὐκαμπές als Daktylus gebraucht, wo Salmas. εὐκαπές vermuthet.]
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[εὐκαμπτής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκαμπής''': -ές, ([[κάμπτω]]) [[καλῶς]] κεκαμμένος, [[καμπύλος]], [[δρέπανον]] Ὀδ. Σ. 368· κληῗδ’ εὐκαμπέα Φ. 6· χαλάσασ’ εὐκαμπέα τόξα Ὁμ. Ὕμν. 27. 12· ἄροτρον, ἅρπη, κτλ., Μόσχ., κλ.· - εὐκαμπὴς τὰ κέρατα Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 15. 2· τὸ εὐκαμπὲς τῶν μελῶν ὁ αὐτ. Εἰκ. 14. ΙΙ. ὁ εὐκόλως καμπτόμενος, [[εὔκαμπτος]], κατασκευάζειν τι εὐκαμπὲς Πλουτ. Σύλλ. 17. Ἡ παραλήγ. [[εἶναι]] βραχεῖα ἐν τῷ εὐκαμπὲς [[ἄγκιστρον]] Ἀνθ. Π. 6. 4, [[ἔνθα]] ὁ Σαλμάσιος προὔτεινε τὴν ἀνάγνωσιν εὐκαπές, εὐκόλως καταπινόμενος, ἐκ τοῦ [[κάπτω]]).
|lstext='''εὐκαμπής''': -ές, ([[κάμπτω]]) [[καλῶς]] κεκαμμένος, [[καμπύλος]], [[δρέπανον]] Ὀδ. Σ. 368· κληῗδ’ εὐκαμπέα Φ. 6· χαλάσασ’ εὐκαμπέα τόξα Ὁμ. Ὕμν. 27. 12· ἄροτρον, ἅρπη, κτλ., Μόσχ., κλ.· - εὐκαμπὴς τὰ κέρατα Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 15. 2· τὸ εὐκαμπὲς τῶν μελῶν ὁ αὐτ. Εἰκ. 14. ΙΙ. ὁ εὐκόλως καμπτόμενος, [[εὔκαμπτος]], κατασκευάζειν τι εὐκαμπὲς Πλουτ. Σύλλ. 17. Ἡ παραλήγ. [[εἶναι]] βραχεῖα ἐν τῷ εὐκαμπὲς [[ἄγκιστρον]] Ἀνθ. Π. 6. 4, [[ἔνθα]] ὁ Σαλμάσιος προὔτεινε τὴν ἀνάγνωσιν εὐκαπές, εὐκόλως καταπινόμενος, ἐκ τοῦ [[κάπτω]]).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[εὐκαμπτής]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth