Anonymous

mina: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 33: Line 33:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0193.png Seite 193]] ἡ, μνᾶς, ion. [[μνέα]] (Fremdwort), Her. 2, 180, die Mine, als Gewicht und als Münze = 100 Drachmen (etwa 28 Loth 2 Quentchen oder 22½ Thlr.), Plat. und die Redner oft; zehn Silberminen machen eine Goldmine, Pol. 22, 15, 8; 60 Minen machen ein Talent.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0193.png Seite 193]] ἡ, μνᾶς, ion. [[μνέα]] (Fremdwort), Her. 2, 180, die Mine, als Gewicht und als Münze = 100 Drachmen (etwa 28 Loth 2 Quentchen oder 22½ Thlr.), Plat. und die Redner oft; zehn Silberminen machen eine Goldmine, Pol. 22, 15, 8; 60 Minen machen ein Talent.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />mine, <i>monnaie de 100 drachmes ; 10 mines d'argent font une mine d'or, 60 mines d'argent font un talent</i>.<br />'''Étymologie:''' contr. de *μνάα. DELG emprunt sémit.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μνᾶ''': ἡ, γεν. μνᾶς· ὀνομ. πληθ. μναῖ· Ἰων. ὀνομ. ἑνικ. [[μνέα]] Ἡρόδ. 2. 180, Ἐπιγραφ. Παρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2384g· ὀνομαστ. πληθ. μνέες, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ μνέαι ἐν Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 48· τὸ Λατ. mina, Ι. ὡς βάρος = 100 δραχμαῖς, = 15. 2 Ἀγγλ. οὐγκίαις [[περίπου]]· (60 δὲ μναῖ ἀπετέλουν ἓν [[τάλαντον]]), [[Πολυδ]]. Ι΄, 59, 86, κτλ. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς χρηματικὸν ποσὸν = 100 δραχμ., δηλ. [[περίπου]] = πρὸς δραχμὰς χρυσᾶς 102 (καὶ [[ἐνταῦθα]] δὲ [[πάλιν]] 60 μναῖ ἀπετέλουν ἓν [[τάλαντον]]), Ἀντιφῶν 136. 39. (Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ τῷ ἑβραϊκῷ σταθμῷ maneh, καὶ εἰσήχθη πιθανῶς εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐκ τῆς Βαβυλῶνος διὰ τῆς Φοινίκης· πρβλ. [[τάλαντον]], καὶ ἴδε Böckh. Metrol. Unters. 32 κἑξ., ἴδε καὶ Λεξικ. Ἀρχαιοτ.).
|lstext='''μνᾶ''': ἡ, γεν. μνᾶς· ὀνομ. πληθ. μναῖ· Ἰων. ὀνομ. ἑνικ. [[μνέα]] Ἡρόδ. 2. 180, Ἐπιγραφ. Παρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2384g· ὀνομαστ. πληθ. μνέες, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ μνέαι ἐν Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 48· τὸ Λατ. mina, Ι. ὡς βάρος = 100 δραχμαῖς, = 15. 2 Ἀγγλ. οὐγκίαις [[περίπου]]· (60 δὲ μναῖ ἀπετέλουν ἓν [[τάλαντον]]), [[Πολυδ]]. Ι΄, 59, 86, κτλ. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς χρηματικὸν ποσὸν = 100 δραχμ., δηλ. [[περίπου]] = πρὸς δραχμὰς χρυσᾶς 102 (καὶ [[ἐνταῦθα]] δὲ [[πάλιν]] 60 μναῖ ἀπετέλουν ἓν [[τάλαντον]]), Ἀντιφῶν 136. 39. (Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ τῷ ἑβραϊκῷ σταθμῷ maneh, καὶ εἰσήχθη πιθανῶς εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐκ τῆς Βαβυλῶνος διὰ τῆς Φοινίκης· πρβλ. [[τάλαντον]], καὶ ἴδε Böckh. Metrol. Unters. 32 κἑξ., ἴδε καὶ Λεξικ. Ἀρχαιοτ.).
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />mine, <i>monnaie de 100 drachmes ; 10 mines d'argent font une mine d'or, 60 mines d'argent font un talent</i>.<br />'''Étymologie:''' contr. de *μνάα. DELG emprunt sémit.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR