Anonymous

βασανίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0436.png Seite 436]] eigtl. am Probierstein reiben u. die Aechtheit erproben, χρυσόν Plat. Gorg. 486 d; ἐν πυρὶ χρυσόν Rep. III, 413 e; gew. verhören, ausforschen, Her. 2, 151. 7, 146, öfter bei Plat. τινά u. τι; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 16; bes. mit Anwendung der Folter die Wahrheit erforschen, foltern, vgl. Ar. Ran. 615 ff.; B. A. 226; oft bei den Rednern, z. B. Antipho 1, 8. 11 Lys. 4, 14 ff.; Thuc. 8, 92 u. Folgde. Bei Sp. auch allgemeiner, martern, z. B. ὑπὸ κυμάτων N. T.; ὑπὸ νόσου, was Thom. Mag. tadelt. Absol. von Krankheiten. – Auch vom Styl, bes. βεβασανισμένον, geschraubt, Dion. Hal. iud. de Thuc. 41.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0436.png Seite 436]] eigtl. am Probierstein reiben u. die Aechtheit erproben, χρυσόν Plat. Gorg. 486 d; ἐν πυρὶ χρυσόν Rep. III, 413 e; gew. verhören, ausforschen, Her. 2, 151. 7, 146, öfter bei Plat. τινά u. τι; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 16; bes. mit Anwendung der Folter die Wahrheit erforschen, foltern, vgl. Ar. Ran. 615 ff.; B. A. 226; oft bei den Rednern, z. B. Antipho 1, 8. 11 Lys. 4, 14 ff.; Thuc. 8, 92 u. Folgde. Bei Sp. auch allgemeiner, martern, z. B. ὑπὸ κυμάτων N. T.; ὑπὸ νόσου, was Thom. Mag. tadelt. Absol. von Krankheiten. – Auch vom Styl, bes. βεβασανισμένον, geschraubt, Dion. Hal. iud. de Thuc. 41.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> βασανιῶ, <i>ao.</i> ἐβασάνισα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐβασανίσθην, <i>pf.</i> βεβασάνισμαι;<br /><b>I.</b> essayer avec la pierre de touche ; éprouver;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> mettre à l'épreuve;<br /><b>2</b> mettre à la question, torturer.<br />'''Étymologie:''' [[βάσανος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰσᾰνίζω''': μέλλ.. Ἀττ. -ῐῶ, Ἀριστοφ. Βατρ. 802,1121, Ἐκκλ. 748· ἀόρ. ἐβασάνισα,ὑποτακτ. βασανίσω Βατρ. 618(Ραβ. Χφ.). - Παθ., ἀόρ. ἐβασανίσθην · πρκμ. βεβασάνισμαι. Τρίβω ἐπὶ τῆς δοκιμαστικῆς λίθου ([[βάσανος]]), βασ. χρυσὸν Πλάτ. Γοργ. 486D· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ὑποβάλλω]] εἰς ἐξέτασιν, [[δοκιμάζω]], [[ἐξελέγχω]], ὁ αὐτ. Πολ. 413, Συμπ. 184Α,κτλ.· ἐπιστημονικῶς ἐρευνῶ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281. ΙΙ.ἐπὶ προσώπων, [[ἐξετάζω]] μετ' ἀκριβείας, [[κάμνω]] ἐρωτήσεις ἐπανειλημμένας καὶ διαφόρους, Ἡρόδ. 1.116., 2.151, Ἀριστοφ. Ἀχ. 110,Βάτρ.802,κτλ. · βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην, οὗ ἡ πρὸς δικαιοσύνην [[ἀγάπη]] ἐδοκιμάσθη, Πλάτ. Πολ.361C· ὑπὸ δακρύων βασανίζεσθαι, δηλ. ἀποδεικνύομαι ὅτι εἶμαι ἐψιμυθιωμένος(ὑπὸ τῶν δακρύων τῶν ἐκπλυνόντων τὸ [[ψιμύθιον]]), Ξεν. Οἰκ.10,8. 2) [[ἐξετάζω]] ἐφαρμόζων τὸ [[βασανιστήριον]] (ἴδε [[βάσανος]] ΙΙΙ), Ἀριστοφ. Βατρ. 616,618·[δούλους] πάντας δίδωσι βασανίσαι Ἀντιφ.120.8. - Παθ., ὑποβάλλομαι εἰς βάσανον [[ὅπως]] εἴπω τὴν ἀλήθειαν, Θουκ. 7.86.,8.92, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 37.27· βασανίζομαι ὑπ' ἀσθενείας, ταλαιπωροῦμαι,Εὐαγγ. κ. Ματθ. η', 6· ὑπὸ τῶν κυμάτων [[αὐτόθι]] ιδ', 24. 3) μεταφ.ἐπὶ ὕφους, βεβασανισμένος,η,ον, βεβιασμένος, παρὰ φύσιν, Διον.Ἁλ. περὶ Θουκ. Ἱστ. 55.
|lstext='''βᾰσᾰνίζω''': μέλλ.. Ἀττ. -ῐῶ, Ἀριστοφ. Βατρ. 802,1121, Ἐκκλ. 748· ἀόρ. ἐβασάνισα,ὑποτακτ. βασανίσω Βατρ. 618(Ραβ. Χφ.). - Παθ., ἀόρ. ἐβασανίσθην · πρκμ. βεβασάνισμαι. Τρίβω ἐπὶ τῆς δοκιμαστικῆς λίθου ([[βάσανος]]), βασ. χρυσὸν Πλάτ. Γοργ. 486D· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ὑποβάλλω]] εἰς ἐξέτασιν, [[δοκιμάζω]], [[ἐξελέγχω]], ὁ αὐτ. Πολ. 413, Συμπ. 184Α,κτλ.· ἐπιστημονικῶς ἐρευνῶ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281. ΙΙ.ἐπὶ προσώπων, [[ἐξετάζω]] μετ' ἀκριβείας, [[κάμνω]] ἐρωτήσεις ἐπανειλημμένας καὶ διαφόρους, Ἡρόδ. 1.116., 2.151, Ἀριστοφ. Ἀχ. 110,Βάτρ.802,κτλ. · βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην, οὗ ἡ πρὸς δικαιοσύνην [[ἀγάπη]] ἐδοκιμάσθη, Πλάτ. Πολ.361C· ὑπὸ δακρύων βασανίζεσθαι, δηλ. ἀποδεικνύομαι ὅτι εἶμαι ἐψιμυθιωμένος(ὑπὸ τῶν δακρύων τῶν ἐκπλυνόντων τὸ [[ψιμύθιον]]), Ξεν. Οἰκ.10,8. 2) [[ἐξετάζω]] ἐφαρμόζων τὸ [[βασανιστήριον]] (ἴδε [[βάσανος]] ΙΙΙ), Ἀριστοφ. Βατρ. 616,618·[δούλους] πάντας δίδωσι βασανίσαι Ἀντιφ.120.8. - Παθ., ὑποβάλλομαι εἰς βάσανον [[ὅπως]] εἴπω τὴν ἀλήθειαν, Θουκ. 7.86.,8.92, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 37.27· βασανίζομαι ὑπ' ἀσθενείας, ταλαιπωροῦμαι,Εὐαγγ. κ. Ματθ. η', 6· ὑπὸ τῶν κυμάτων [[αὐτόθι]] ιδ', 24. 3) μεταφ.ἐπὶ ὕφους, βεβασανισμένος,η,ον, βεβιασμένος, παρὰ φύσιν, Διον.Ἁλ. περὶ Θουκ. Ἱστ. 55.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> βασανιῶ, <i>ao.</i> ἐβασάνισα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐβασανίσθην, <i>pf.</i> βεβασάνισμαι;<br /><b>I.</b> essayer avec la pierre de touche ; éprouver;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> mettre à l'épreuve;<br /><b>2</b> mettre à la question, torturer.<br />'''Étymologie:''' [[βάσανος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater