Anonymous

βλήχων: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0449.png Seite 449]] ωνος, ἡ, u. βληχώ, bes. acc. βληχώ, ion. [[γλήχων]], dor. [[γλάχων]], Polei, mentha pulegium, vgl. B. A. 30. In obscönem Sinne τὴν βληχὼ παρατετιλμένη Ar. Lys. 89, Schol. τὸ [[αἰδοῖον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0449.png Seite 449]] ωνος, ἡ, u. βληχώ, bes. acc. βληχώ, ion. [[γλήχων]], dor. [[γλάχων]], Polei, mentha pulegium, vgl. B. A. 30. In obscönem Sinne τὴν βληχὼ παρατετιλμένη Ar. Lys. 89, Schol. τὸ [[αἰδοῖον]].
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ἡ, <i>postér.</i> ὁ)<br /><i>c.</i> [[βληχώ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βλήχων''': ἡ (μεταγεν. ὁ, Γεωπ.), γεν. –ωνος, [[ὡσαύτως]] βληχώ, γεν. –οῦς· καὶ [[γλήχων]], -ώ, Δωρ. [[γλάχων]], -ώ: - [[εἶδος]] φυτοῦ, («φλησκοῦνι»), Λατ. mentha pulegium, ἴδε κατωτ. ΙΙ. = ἐφήβαιον, κατ’ αἰτιατ. βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. 89. - Ὁ Φρύν. ἐν Α. Β. 30 καὶ ἕτεροι γραμματικοὶ παριστάνουσι τὸν μὲν τύπον [[γλήχων]] (ἢ γληχὼ) ὡς Ἰων., τὸν δὲ [[γλάχων]] (γλαχὼ) ὡς Δωρικ. καὶ τὸν [[βλήχων]] (βληχὼ) ὡς τὸν Ἀττικόν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· τὰ δὲ ἑπόμενα παραδείγματα ἐπικυροῦσι τὴν διάκρισιν ταύτην: γεν. γλήχωνος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 209, γληχοῦς Ἱππ. 497. 33 καὶ 47· γλάχωνος Βοιωτ. παρ’ Ἀριστοφ. Ἀχ. 869· αἰτιατ. γλάχωνα [[αὐτόθι]] 861· γλαχὼ [[αὐτόθι]] 874, Θεόκρ. 5. 56· βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. [[βληχωνίας]]· ἀλλὰ δοτ. γληχοῖ Θεοφρ. Ι. Φ. 9. 16, 1.
|lstext='''βλήχων''': ἡ (μεταγεν. ὁ, Γεωπ.), γεν. –ωνος, [[ὡσαύτως]] βληχώ, γεν. –οῦς· καὶ [[γλήχων]], -ώ, Δωρ. [[γλάχων]], -ώ: - [[εἶδος]] φυτοῦ, («φλησκοῦνι»), Λατ. mentha pulegium, ἴδε κατωτ. ΙΙ. = ἐφήβαιον, κατ’ αἰτιατ. βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. 89. - Ὁ Φρύν. ἐν Α. Β. 30 καὶ ἕτεροι γραμματικοὶ παριστάνουσι τὸν μὲν τύπον [[γλήχων]] (ἢ γληχὼ) ὡς Ἰων., τὸν δὲ [[γλάχων]] (γλαχὼ) ὡς Δωρικ. καὶ τὸν [[βλήχων]] (βληχὼ) ὡς τὸν Ἀττικόν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· τὰ δὲ ἑπόμενα παραδείγματα ἐπικυροῦσι τὴν διάκρισιν ταύτην: γεν. γλήχωνος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 209, γληχοῦς Ἱππ. 497. 33 καὶ 47· γλάχωνος Βοιωτ. παρ’ Ἀριστοφ. Ἀχ. 869· αἰτιατ. γλάχωνα [[αὐτόθι]] 861· γλαχὼ [[αὐτόθι]] 874, Θεόκρ. 5. 56· βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. [[βληχωνίας]]· ἀλλὰ δοτ. γληχοῖ Θεοφρ. Ι. Φ. 9. 16, 1.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ἡ, <i>postér.</i> ὁ)<br /><i>c.</i> [[βληχώ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm